ΣΠΥΡΟΥ ΚΙΚΕΡΗ |
ΤΟ ΣΟΚ ΑΠ’ΤΗ ΣΥΜΦΟΡΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ!
23 Ιουλίου 2018!
ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ!
Μ’αφορμή τη συμπλήρωση τριών μηνών
από την αποφράδα εκείνη ημέρα
των κλαυθμών, οδυρμών
και αδιανόητων ασυνεπειών!
Η ημέρα αυτή θα πρέπει ανυπερθέτως να μείνει στη μνήμη μας
σαν σύμβολο
ασυνέπειας, προχειρότητας, απρέπειας, και ανευθυνότητας,
καθώς πρέπει ανταπόκρισης
έναντι των ουκ άνευ χρεών μας καθηκόντων μας
και υποχρεώσεών μας!
Το Ηθικό Δίδαγμα!
Οι εκβάσεις των μαχών
Οι εκβάσεις των μαχών
εξασφαλίζεται προ της κατάρρευση των τειχών!
Το Σοκ!
«Το σοκ απ’τη συμφορά στο μάτι
εύκολα, απ’τη ψυχή μου
δεν θα περάσει!»
Ήταν η 23η Ιουλίου του 2018! Η φωτιά άσπλαχνα καίει το
μάτι! Οι τραγικές εικόνες, παίζουν στις οθόνες, τα δάκρυα, μου καίνε τις κόρες!
Σκηνές αποκάλυψης, ψυχές συγκλονίζουν, προσπάθειες συγκάλυψης στο μυαλό μου τη δίνουν!
Συγκινήθηκα, όσο ίσως ποτέ, ταράχθηκα όσο λίγες φορές, αγανάκτησα, μεταλλάχτηκα, μα την αλήθεια, Θεέ!
Πάντα είχα πρόβλημα ύπνου, το θέμα ήταν γονιδιακό - το’χε κι’η Μάνα μου- προστέθηκε και το σκληρό υπηρεσιακό μου οδοιπορικό και το θέμα έγινε πιο σοβαρό!
Όμως πεντέμισι ώρες, μέχρι την αποφράδα εκείνη ημέρα, κοιμόμουνα με τη βοήθεια ενός χαπιού Xanax των 0,25 mgr!
Eκείνη τη βραδιά έμεινα ολότελα άυπνος, το ίδιο και την
επομένη, παρά το διπλασιασμό της δόσης του επιβοηθητικού χαπιού!
Έκτοτε οι πεντέμισι ώρες, έγιναν τέσσερις κι'αυτές ιδιαίτερα άσχημες, μ'όνειρα κακά! Συμπληρώθηκαν ήδη, τρεις μήνες και η κατάσταση παραμένει σταθερά αμετάβλητη.
Από κείνη τη νύχτα, νιώθω η ψυχή μου, πως βάρυνε, βάρυνε πολύ, θέλοντας να ξαλαφρώσω, έγραψα, ξανάγραψα, μπας και το κατορθώσω.
Ώσπου με πόνο συνέταξα και με δάκρυ έγραψα, το παρακάτω ποίημα! Πάνε δυο τρεις μέρες, που το παλεύω, κι’ορκίζομαι, πως στον ύπνο, πάω καλύτερα, νιώθοντας το βάρος και το πάθος στην ψυχή μου ελαφρύτερα!
ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΜΑΤΙ
ΜΥΡΙΖΕΙ ΛΙΒΑΝΙ!
Ακόμα στο μάτι, βαρύ το λιβάνι
μαράζι το κρίμα, γινάτι η στάχτη!
Ποτάμι το δάκρυ, τσουνάμι το άχτι
κι’ο χάρος ακόμα, θαρρείς πως υπάρχει!
Στο κόκκινο λιμανάκι, το πλήθος ορμάει
ο χάρος πάντα πίσω, θαρρείς το κυνηγάει!
Θέμου, χαμός και πάλι, στην αύρα, που κοχλάζει
και τ’άμοιρο σκυλάκι, σώζει ένα βραχάκι!
Βουβά πια αλυχτάει, κακά και προμηνάει
σε’κείνο που θωράει, κι’εκείνο που νογάει!
Στα σώματα, που καίνε, στους φίλους του, που χάνει
στη Μάνα, που ουρλιάζει και τις καρδιές σπαράζει!
Ακόμα στο μάτι, καπνίζει η στάχτη
κι’η λύπη παλεύει να σβήσει με δάκρυ!
Ο χάρος ακόμα θαρρείς βόλτες κάνει
κρατώντας στο χέρι, φωτιά και δρεπάνι!
Η μέρα σκοτάδι, πια θα’ναι στο μάτι
κι’η νύχτα σκοτάδι, σκοτάδι του Άδη!
Ο Ήλιος θ’αρνείται, μαζί το φεγγάρι
πια θέση να έχουν σε κόλαση Δάντη!
Το δάκρυ γίνεται οργή και η οργή ποτάμι
πρώτη φορά τόσοι πολλοί, φτάνει Θεέ μου, φτάνει!
Δάκρυνη είναι η ευχή, η προσευχή φαρμάκι
κι’η εκατόμβη των Νεκρών, προς τους «Ταγούς» «φιρμάνι!»
Η ώρα φτάνει δώδεκα, δώδεκα παρά κάτι
ο χάρος έχει βαρεθεί, νεκρούς να κουβαλάει!
Στοιβάζουν τώρα οι σοροί, σε μάτι και λιμάνι
μα οι «Ταγοί» ανήξεροι, σ’όλο αυτό το χάλι!
Ο κόσμος το’χει τούμπανο κι’αυτοί κρυφό καμάρι
που να τους πάρει η οργή κι’ο διάολος να τους πάρει!
Μικροί σαν είναι οι «Ταγοί», μεγάλη τους η χάρη
κι’όταν λαθεύουν οι «Ταγοί», ακόμα πιο μεγάλη!
Ο Λαός που έχει μάθει, πια αφόρητα πονάει
κλαίει και αναστενάζει και με τους «Ταγούς» τα βάζει!
Και αν των «Ταγών» ο αρχηγός, ρωτά ξαναρωτάει
το χέρι αρνείται στις πληγές, επίμονα να βάλει!
Σαν άριστος υποκριτής κάνει ότι ρωτάει
ξεφεύγει τις κακοτοπιές, πουλά και αγοράζει!
Τους φταίχτες τους ευγνωμονεί, μπράβο πολλά μοιράζει
και σαν μεγάλος τραγωδός, για άσχετα τυρβάζει!
Θέατρο Φαρισαϊκό, η σύσκεψή τους μοιάζει
κι’ο θίασος περίγυρος, στις ενοχές λουφάζει!
Άψογα λέει φέρεται και τη δουλειά του κάνει
κι’ο στοχαστής, παραμιλά και τη μιλιά του χάνει!
Έτσι διδάσκουν το Ρωμιό, Νεκρούς να ξεπερνάει
και κάπου υποκριτικά, γι’αυτούς, ν’αναστενάζει!
Έτσι γηράσκει ο Ρωμιός, χωρίς να καταλάβει
μέχρι η ώρα του να’ρθει, ο χάρος να τον πάρει
Μα του ασύστολου ψεύδους, μεγάλη η χάρη
σαν τα μέσα, σου λέν, ο σκοπός πως αγιάζει!
Πώς το ανέχεσαι Θέ μου, ετούτο το χάλι
και στη Μοίρα δε λες, πεπρωμένα ν’αλλάξει;
Μα σαν ψεύδονται ζώντες, σε αλήθειες μεγάλες
οι Νεκροί ζωντανεύουν, σε οργής εφιάλτες!
Τύψεις τότε ιππεύουν στων ονείρων τις ράχες
κυνηγώντας τις νύχτες, χρέους τους παραβάτες!
Φοβάμαι όμως Έλληνες, τρέμω, Θεός φυλάξοι
μ’αυτά που βλέπει ο Θεός, γνώμη να μην αλλάξει!
Κόλαση τον Παράδεισο, που ζούμε να μην κάνει
ένα μεγάλο λάθος του, θέλοντας να ξεγράψει!
Με Συγκίνηση και Τιμή
Σπύρος Κίκερης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας