Η συμπεριφορά της εν γένει δεν ήταν απλά άψογη, δεν ήταν απλά τέλεια, ήταν κάτι παραπάνω, δεν υπάρχουν λόγια να την περιγράψω! Απλά ίσως μια φράση κάτι μπορεί να αποδώσει «Το πλάσμα αυτό ξεπέρναγε την τελειότητα!»
Τα Πρώτα Χαρόντια Ραβασάκια!
Πριν δυόμιση χρόνια (27/3/2016 ένα βράδυ ώρα τρεις, ημέρα Παρασκευή, έπαθε σοβαρό εγκεφαλικό! Από τη στενοχώρια μου, έπαθα διπλωπία, βαριάς μορφής, που έκανε τρεισήμισι μήνες να μου περάσει!
Εκείνη πολύ σύντομα συνήλθε, με τη θεραπεία της φίλης κτηνιάτρου! Μετά από ένα εξάμηνο και κάτι, έπαθε ένα δεύτερο εγκεφαλικό ηπιότερο του πρώτου, που και αυτό ξεπεράστηκε!
Αυτά ήταν τα πρώτα «ραβασάκια» του απαίσιου «πανδαμάτορα», που εγώ τα λέω «σαβανάκια» βασανάκια και φαρμάκια!
Άρχισε ραγδαία να γερνά! Άρχισε ν’αδυνατίζει σιγά σιγά, να γίνεται νωθρή, να μην ακούει και σιγά σιγά να χάνει την όρασή της, να παθαίνει ανία, να μη μ’ακολουθεί ούτε στο ένα μέτρο, να χάνεται, να κοιμάται ατέλειωτες ώρες, λες και προπόνηση έκανε για το μεγάλο της ύπνο!
Ο άθλιος πανδαμάτορας είναι ύπουλος, πάντοτε έρχεται αργά και σταθερά, ώστε να μην τον συνειδητοποιείς, έχει και τη σοφία, δε λέω, εκτός απ’ την «βαρβαρίλα» του, αρκετές φορές στο τελευταίο του χτύπημα!!!
Οι προσπάθειες της καλής μου, να μη με στενοχωρήσει στα γεράματά της, ειλικρινά αξιοθαύμαστες! Ποτέ δε λέρωσε, της συμπαραστάθηκα μέχρι την τελευταία της στιγμή μ’όλες μου τις δυνάμεις, ποτέ δε βαρυγκώμησα, είτε γιατί έπρεπε να τη βγάλω έξω, άγριο σκοτάδι, πεντέμισι, έξη ώρα το πρωί, είτε έντεκα, έντεκα και μισή το βράδυ, με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες! Της φέρθηκα όπως της άξιζε!
Στερήθηκα πολλά, όμως όσα και να στερήθηκα είναι ψιχία, μπρος σ’αυτά, που μου πρόσφερε!
Χρόνια πολλά στη μοναξιά, στην άγρια μοναξιά! Τη μοναξιά, που λένε πολλοί, ότι δαγκώνει μερικές φορές σαν «άγρια οχιά», όμως ορκίζομαι στο Θεό πως εγώ, ποτέ δεν ένιωσα τέτοια «δαγκωνιά!»
Τέτοιο τέλος δεν της άξιζε!
Όμως, όχι σ’ένα τέτοιο πλάσμα, που ξεπερνούσε την τελειότητα, τέτοιο τέλος δεν της άξιζε, είναι άδικο Θεέ μου, άδικο Τρισκατάρατε και Πανδαμάτορα Χάροντα!
Δε λέω, αναπόφευκτο το τέλος για όλους μας, κακό αναγκαίο, δεν αντιλέγω! Όμως γιατί Θεέ μου, γιατί; Μήπως υπερεξουσίες στο χάροντα έδωσες και δεν το κατάλαβες, μήπως Θεέ μου λάθεψες;
Δε μιλάω για το τέλος, για τον τρόπο του τέλους μιλάω! Εκεί στο μεγάλο παιδεμό και τις αντιστάσεις των υπηρετών σου, ν’αποδεχτούν ηπιότερες λύσεις!
Προσωπικά, δε μ’ενδιαφέρει ο «Γάιδαρος» αυτός, ο φορέας και μεταφορέας του θανάτου μου εννοώ! Αυτός, που ακόμα και «πορθμεία» αδιάντροπα απαιτεί – «Απόδος, ω Κατάρατε, τα πορθμεία! Απόδος φημί αν θων σε διεπορθμευσάμην …..»
Ο τρόπος του μ’ενδιαφέρει, ο τρόπος, που θα το κάνει, αν και διατηρώ επιφυλάξεις στο αν θα με προλάβει! Όχι Θεέ μου, στο θέμα αυτό, δεν ήσουν τόσο σωστός, αφού τα πάντα εν σοφία! Προς τι, Θεέ μου, ο ύστατος παιδεμός!
Το Μπέρδεμα του Νου!
Τα μπλέκω Θεέ μου; Τα μπλέκω; Μπλέκω τους θανάτους Θεέ μου; Άλλο τα ζώα και άλλο οι Άνθρωποι; Μη μου το πεις Θεέ μου, μη! Στέρεψαν τα δάκρυά μου Θεέ μου, στέρεψαν ολότελα!
Πάει μια βδομάδα και, που παλεύω, Θεέ μου, να τελειώσω τούτη τη γραφή και στον πόνο κωλώνω, σαν τον νιώθω σα σπαθί να μου τρυπάει τη ψυχή όπως, στου γιου σου τα χεράκια, το καρφί!
Την έφτασα τη γραφή, με χίλια βάσανα ως εδώ, στο τέλος όμως να φτάσω δε μπορώ, ίσως κάποια άλλη στιγμή, να κάνω τη στερνή της περιγραφή! Εγώ για τούτο θα κάνω προσευχή και’συ Θεέ μου, αν κρίνεις πως αλήθεια λέω, δώσε μου τη Θεία σου ευχή, να περατώσω τη γραφή!
Η Ώρα Φτάνει!
Πού ήμασταν, α ναι, εκεί, στις 21/10/2017, εκεί που κάτω την κατέβασα κι’έκανε τσίσα της! Εκεί, που την είδα πως ηρέμησε, κι’αποκοιμήθηκε κι’εκεί που είπα, πάει και τούτο πέρασε!
Ήμουν στο PC, έγραφα για έναν αναληφθέντα Ιπτάμενο Σμηναγό, ετών 32, η ώρα ήταν 14:45, όταν άκουσα έντονα χτυπήματα στην κρεβατοκάμαρα! Πετάχτηκα σαν ελατήριο, οι ήχοι ήταν γνωστοί, η φωνή πρωτόγνωρη για μένα, «Αααααααααααααααα………» σαν ανθρώπου που πονά και κλαίει μαζί! Πριν προχωρήσω, θα ήθελα να σταθώ, σ’αυτή τη φωνή απόγνωσης, πόνου,σύγχυσης, γιατί έχω ακούσει, ότι και αρκετοί κοινοί θνητοί, την ύστατη ώρα εκβάλλουν κραυγές!
Είναι μήπως, το τελευταίο συνειδητοποιημένο σκίρτημα του εγκεφάλου, για τον οριστικό αποχωρισμό του πάνω κόσμου; Είναι μία εκτόνωσης δυναμική, από ρεφλέξ συναγερμού, των όποιων δυνάμεων μας έχουν απομείνει, στην τελευταία μας προσπάθεια, ν’απαλλαγούμε από τον θανατηφόρο χαρόντιο εναγκαλισμό; Εκείνο, που υπεύθυνα μπορώ να πω είναι, ότι εγώ, όσες φορές κι’αν ήρθα τετ α τετ με το Χάρο, άχνα δεν έβγαλα!
Πάντως οι γιατροί μου είπαν, ότι η φωνή δεν ήταν από πόνο, ήταν πιθανότητα μια ασυνείδητη ενέργεια, μέσα στο εγκεφαλικό Vertigo, χωρίς καταγραφή και παρενέργειες. Έτσι δε μου απέμεινε παρά να ευχηθώ, για την ισχύ της τελευταίας αυτής άποψης! Ας προχωρήσουμε όμως.
Αυτό, που αντίκρισα, με το που μπήκα στην κρεβατοκάμαρα, ήταν συγχρόνως τραγικό και φριχτό, την εικόνα την είχα ξαναδεί, τη φωνή όμως, μ’αυτό τον σπαρακτικό τόνο, δεν την είχα ξανακούσει! Άλλωστε θα’χει περάσει πάνω από ένας χρόνος, που εκείνη δεν γαύγιζε, μόνο κάποιο γρύλισμα άκουγα, σαν την παίδευα λίγο στο χτένισμα!
Την πήρα αγκαλιά, ήξερα ότι αν την άφηνα ελεύθερη με τους επιληπτικούς σπασμούς, ήταν πολύ πιθανόν και μάλλον σίγουρο, ότι θα τραυματίζονταν, πιθανότατα θανάσιμα!
Πέρασαν πέντε, πέρασαν δέκα λεπτά, τα συμπτώματα ίδια και χειρότερα! Αίφνης ακούω το κουδούνι να χτυπάει, έτρεξα στην πόρτα με τη Σίντυ, πάντα στην αγκαλιά μου! Ήταν η κυρία του κάτω διαμερίσματος «Κύριε Σπύρο πάθατε κάτι;» Δε χρειάστηκε ν’απαντήσω, κατάλαβε!
Γύρισα στην κρεβατοκάμαρα πήρα αμέσως τηλέφωνο τον αδελφικό μου Φίλο και άριστο Κτηνίατρο Μιχάλη Στεφανογιάννη στη Σαντορίνη «Μιχάλη μου η Σίντυ…..» «Την ακούω Σπύρο, την ακούω, κάνε της ένεση, όπως σου έχουμε πει και πάρε με».
Ή ένεση ήταν πλάι μου στο κομοδίνο, σ’ένα φάκελο, με τις οδηγίες γραμμένες από τα χέρια μου! Δε χρειάστηκε να τις διαβάσω τις είχα μάθει απέξω, άλλωστε μια ζωή με τις διαδικασίες ανάγκης είχα να κάνω στη δουλειά μου!
Η γάτα μου με την κόρες των ματιών της σε πλήρη ανάπτυξη, από την ανησυχία, προσπαθούσε η άμοιρη να με βοηθήσει, νιαουρίζοντας πρωτόγνωρα, αλλά παρεμποδίζοντάς με!
Έσκισα με τα δόντια μου το φάκελο έβγαλα τη σύριγγα, έσπασα την ένεση, τρυπήθηκα, έβαλα τα 0.5 ml στεντόν, με το αριστερό μου χέρι τράβηξα προς τα πάνω τ’αριστερό της μπουτάκι και της έκανα την ένεση!
Χαμένες Ελπίδες!
Τώρα πια ήμουν σίγουρος ότι την πρόλαβα και ότι σε 15 το πολύ λεφτά θα ηρεμήσει! Ωστόσο ειδοποίησα και την εξαίρετη φίλη μου κτηνίατρο, Αμαλία Γεωργιάδου! (Στην παραπάνω Φώτο η Σίντυ με τη γιατρό της Αμαλία, την ημέρα των τελευταίων της γενεθλίων!)
Ο χρόνος όμως πέρναγε κι’εκείνη χειροτέρευε! Ξαναπήρα το Μιχάλη στη Σαντορίνη «Μιχάλη τι κάνω; Πέρασαν δέκα πέντε, είκοσι λεφτά!» «Στη μισή ώρα αν δε σταματήσει να της κάνεις και δεύτερη ένεση» μου είπε!
Εκείνη το ίδιο και ίσως χειρότερα, της κάνω με υπερπροσπάθεια τη δεύτερη ένεση, ένιωσα το δεξί μου πόδι να υγραίνει, με είχε λερώσει για δεύτερη φορά στη ζωούλα της!
Περίμενα μισή ώρα ακόμα, τίποτα! «Τύλιξέ τη με μία κουβέρτα να μην αισθάνεται καθόλου φως», μου είπε ο γιατρός! Την τύλιξα καλά με μία πράσινη κουβερτούλα και κάθισα στο κρεβάτι μου, κρατώντας τη αγκαλιά!
Η γάτα έκανε σαν τρελή, τη φίλαγε την έγλυφε και κάποια στιγμή σφήνωσε με το κεφάλι της μέσα στην κουβέρτα! Αν υπάρχουν άνθρωποι, που σε τέτοιες στιγμές μπορούν να κρατηθούν, τους συγχαίρω, εγώ όμως δεν είμαι απ’αυτούς!
Η Απόφαση!
Πέρασε μισή ώρα, πέρασαν σαράντα, σαράντα πέντε λεπτά, ίδια η κατάσταση! Η ώρα τέσσερις και μισή, παίρνω την Αμαλία «Αμαλία μου δεν αντέχω άλλο, λυπάμαι, πονάω, ξέρω πως είσαι μόνη σου, ξέρω πως έχεις δυο μικρά παιδιά, σε παρακαλώ Αμαλία μου, πάμε, πάμε στο Ιατρείο! «Πέντε παρά τέταρτο θα είμαι εκεί» μου είπε!
Πήρα μία πάνα από το πακέτο, που είχα από καιρό αγοράσει και δεν είχα χρησιμοποιήσει ποτέ, την τύλιξα και φύγαμε!
Μόλις βγήκαμε από το γκαράζ είδα τον Ρεξ ένα τεράστιο Γερμανικό Ποιμενικό, με το αφεντικό του, που τη Λάτρευε, ενώ δεν ήθελε να δει άλλο σκυλάκι! Ήρθαν στο παράθυρο κατάλαβαν … «Τύχη καλή» μου είπε, το αφεντικό του Ρεξ κι’εκείνου τα μάτια γυάλισαν! Αν όλοι κάτι από τούτα τα οικόσιτα γνωρίζουν, καταλαβαίνουν εκτιμώ, όλες τούτες τις πικρές αλήθειες!
Φτάσαμε στο Ιατρείο, στη Λεωφόρο Ειρήνης, απέναντι από το Βασιλόπουλο, η Σίντυ πάντα στην αγκαλιά μου στην ίδια κατάσταση! Μετά από πέντε λεπτά αναμονής ήρθε, η Αμαλία με τα δυο της παιδιά, που έκλαιγαν γιατί τη Σιντούλα την ήξεραν καλά!
Ανεβήκαμε επάνω στο δεύτερο όροφο στο χειρουργείο, «Τί κάνουμε Κε Σπύρο, τη βάζω σε καταστολή;» μου είπε. «Την ηρεμούμε Αμαλία μου» της είπα «την ηρεμούμε, δεν αντέχω άλλο ούτε έτσι να τη βλέπω, ούτε να την ακούω!»
Η Αγαλλίαση!
Της έκανε την πρώτη ηρεμιστική ένεση, σε λίγο ηρέμησε και μαζί της και’γω! Ο μικρός της γιος κλαίγοντας, λέει «Κύριε Σπύρο κάποτε μου έδωσες, ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης και ’γω το’φαγα κρυφά μισό μισό με τη Σίντυ»
Ακολούθησε η δεύτερη ένεση άσπρου θανατηφόρου χρώματος και μία Τρίτη, ούτε ένα σπασμό! Είχα δει κι’άλλες ευθανασίες, τόσο ήρεμη, όμως ποτέ! «Μακάρι και’γω Θεέ μου, να έχω ένα τέτοιο τέλος, μονολόγησα, χωρίς όμως τα προεόρτια!
Μεταθανάτιοι Μονόλογοι!
Τα προεόρτια δε χρειάζονται Θεέ μου, είπα, λίγη σοφία ακόμα χρειάζεται, πάνω στο θέμα του θανάτου και λίγη παραπάνω σύνεση στο Χάροντα, Θεέ μου!
Κάνε τον Χάροντα, Άρχοντα Θεέ μου και όχι «Δράκοντα», μεταμόρφωσέ τον, άλλαξέ τον! Όχι το καθήκον του να αθετεί, απλά στον τρόπο του καθήκοντος, η στάση του να παγιωθεί!»
Η Προετοιμασία για το Στερνό της Ταξίδι!
Την τυλίξαμε με την πάνα της, τη στερεώσαμε με λίγη ταινία! «Πού θα την πάτε;» με ρώτησε η Αμαλία, «στο Φυτώριο του Φίλου μου Δημήτρη Ακριδά και της Μαρίας Μουντάνου, στην Κηφισιά, στο Τοσίτσειο Ίδρυμα, Αμαλία μου!»
Εκεί της πρέπει, εκεί της αξίζει, σ’ένα ευεργετικό ίδρυμα μέσα, που συντηρεί 70 σπουδάζοντα φτωχόπαιδα, ευεργεσία του τεράστιου Ευάγγελου Αβέρωφ Τοσίτσα!
Φύγαμε από το Ιατρείο, μέσα από σπαραγμό, άλλωστε ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία πελάτισσα της Αμαλίας! Μα τώρα, για πρώτη φορά στη θέση της, ακούνητη, αμίλητη, νεκρή! Φτάσαμε στο φυτώριο, δέκα λεπτά δρόμος!
Τη Μαρία την είχα ειδοποιήσει, μ’αγκάλιασε με φίλησε δακρυσμένη, κουράγιο μου είπε και φώναξε «Αλή φέρε ένα γκασμά και ένα φτυάρι!» Ο καλόψυχος Πακιστανός έφερε τα σύνεργα, η Μαρία άρχισε να σκάβει!
Το σκυλί της Μαρίας ένα θηλυκό ημίαιμο 12 ετών (παραπάνω φώτο)! Το «ημίαιμο» ίσως κακώς το είπα, γιατί όλη η φύση «ημίαιμη» είναι! Το σκυλί αυτό, η Κρίκη, με λάτρευε και επειδή με λάτρευε, λάτρευε και τη Σίντυ!
Η Σίντυ ήταν η μόνη εξαίρεση για τα γούστα της, γιατί όταν έβλεπε μικρόσωμα σκυλιά, πάντα τους όρμαγε! Είχε κάνει σε μία γέννα 13 μικρά, που αποκαταστάθηκαν όλα! Στη συνέχεια εγώ την πήγα για στείρωση!
Και να που τώρα στη δύσκολη ώρα, ήρθε το χρέος της η Κρίκη να βγάλει! Από τη στιγμή που με είδε, με πλησίασε, κοίταξε προσεκτικά τι είχα στα χέρια μου, το μύρισε, το αναγνώρισε, το έγλυψε!
Στη συνέχεια κάθισε κοντά μας, χωρίς να λείψει δευτερόλεπτο, παρακολουθώντας, τα πάντα! Η Μαρία πολλές φορές έκανε το Σταυρό της!
Το μέρος ήταν κακό, γεμάτο μπάζα, από κοτρώνες και τούβλα, ο Αλή πήρε τα σύνεργα, όμως είδα ότι κουράστηκε! Άφησα τη Σίντυ κάτω κι’αρχισα να σκάβω!
Ηταν η Δεύτερη Φορά!
Ήταν η δεύτερη φορά, που η Μοίρα μου επεφύλασσε τέτοια έκπληξη! Λάκκο, δηλαδή, να σκάβω λατρεμένου μου προσώπου! Η προηγούμενη ήταν της Μητέρας μου, (στην παραπάνω φωτογραφία με τη Σίντυ!)
Αναλήφθηκε στις 22/2/2006 με την εξόδιο ακολουθία να γίνεται την επομένη! Η αδελφή μου με δάκρυα με παρακάλεσε να γίνει η ακολουθία στην Πρέβεζα και η ταφή στο Μαρούσι, στην Αθήνα, για να την έχει κοντά της! Έβαλα όσους γνωστούς είχα, ήταν αδύνατον αυτό να γίνει, γιατί έπρεπε να είναι δημότης Αμαρουσίου!
Η ώρα ωστόσο είχε πάει 12:30! Ειδοποίησα το γραφείο, που είχε αναλάβει και ο υπεύθυνος μου είπε, λίγο αργότερα ότι δε βρίσκει το νεκροθάφτη, ν’ανοίξει το λάκκο!
Ειδοποίησα τον Αντιδήμαρχο, που ήταν και εξάδελφός μου! Τελικά καταλήξαμε, αυτός, εγώ και η υπεύθυνη του Νεκροταφείου, να ψάχνουμε το νεκροθάφτη στις ταβέρνες της Πρέβεζας! Όταν τον βρήκαμε ήταν τύφλα στο μεθύσι και παρ’ολίγον να μας δείρει! Ειλικρινά, αισθάνθηκα δέος και ντροπή για την κατάντια, πάνω στα κρίσιμα θέματα Ιεραρχίας και Πειθαρχίας!
Η κατάντια του Νεκροταφείου της Πρέβεζας, του άλλοτε περίτεχνου αυτού χώρου ανάπαυσης των προγόνων μας, σ’αυτούς τους λόγους ανάγεται, συνιστώντας κατ’επέκταση, μια μικρογραφία της Χώρας μας! Βρήκαμε εν τέλει, έναν Αλβανό και μαζί ανοίξαμε το λάκκο της Μάνας μου!
Τη επομένη πήγα με τη Σίντυ στο κοιμητήριο! Την άφησα κάτω, άναψα ένα καντηλάκι και κάθισα στο πλάι του φρεσκοσκαμμένου λάκκου!
Η Σίντυ, λίγο πριν τα εφτά της χρόνια τότε, πηδάει πάνω στο χώμα κι’αρχίζει ταχυδακτυλουργικά να σκάβει, με μια απίθανη ταχύτητα! "Μη αγάπη μου, όχι κούκλα μου, δεν πρέπει» της είπα."
Μα εκείνη ήταν τόσο αφοσιωμένη στο σκάψιμο, που δε με άκουσε, θα την ξέθαβε σε λιγότερο από πέντε λεπτά! Την πήρα αγκαλιά, τη φίλησα και φύγαμε!
Και δεν ήταν η μητέρα μου και από τα πιο συμπαθή της πρόσωπα! Ίσως γιατί τα προηγούμενα χρόνια, η μητέρα μου διαμαρτύρονταν, κάθε που βγαίναμε έξω και’γω έπαιρνα τη Σίντυ, πάντα μαζί μου!
Έχεις τόση αξία στην Πρέβεζα, μου’λεγε και’γω δεν αισθάνομαι καλά, να κουβαλάς ένα σκυλί μαζί σου! «Εντάξει Μάνα, αν θίγεσαι μην έρχεσαι» της έλεγα!
Αντιζηλία θήλεων, πάνω στην ίδια αγάπη; Κάθε άλλο παρά το αποκλείω και το συσχετίζω, με το ότι η Μάνα μου, που είχε τρία παιδιά, το εξής ένα, όταν ήμουν στην Πρέβεζα, από την αδυναμία, που μου είχε, τα μεσημέρια, σαν ξάπλωνα, με τη Σίντυ στα πόδια μου, πάντα κάποια στιγμή άνοιγε την πόρτα να δει αν είμαι καλά και η Σίντυ, τότε της γρύλιζε!
Και να που τώρα η Μοίρα μου, με ήθελε για δεύτερη φορά, να σκάβω ένα λάκκο θανάτου και από μέσα μου να την κακίζω και να την αναθεματίζω για τις εκπλήξεις, που μου επεφύλασσε!
Εκπλήξεις κατασκευής, της τελευταίας τους κατοικίας, στις δυο θηλυκές υπάρξεις, που μ’αγάπησαν πιο πολύ, απ’οποιονδήποτε άλλο, στον κόσμο τούτο!
Ελπίζω Μοίρα μου, να μη μου επιφυλάσσεις και τρίτη φορά, να κάνω κάτι τέτοιο! Όσες επιφυλάξεις και αν διατηρώ για το αν υπήρξε ή θα υπάρξει πρόσωπο, που με λάτρεψε ή θα με λατρέψει όσο αυτές!
Σκέψεις και Χώμα Ένα!
Τα σκεφτόμουν αυτά σκάβοντας και κλαίγοντας μαζί, κι’όσο έσκαβα κι’όσο έκλαιγα, τόσο βαθύτερα οι σκέψεις μου με πήγαιναν, σε υπερβατικούς διαλογισμούς! Αν μοίρα μου, τέτοια έκπληξη, μου επιφυλάξεις για τρίτη φορά, στο λέω να το ξέρεις, ότι στο λάκκο, που θ’ανοίξω θα πέσω πρώτος εγώ!
«Φτάνει Κύριε Σπύρο, φτάνει, το βάθος είναι καλό», μου είπε η Μαρία. Άφησα τα σύνεργα, έσκυψα, πήρα τη Σίντυ αγκαλιά, «πιάσε την Μαρία της είπα είναι ακόμα ζεστή!» Εκείνη με τα μάτια βουρκωμένα, μου έγνεψε, πως δε μπορεί!
Αγκάλιασα την Αγαπούλα μου, για τελευταία φορά, τη δρόσισα λίγο με το ποταμίσιο διάφανο δάκρυ των ματιών μου, την ασπάστηκα και την απόθεσα πλαγιαστά στην αριστερή της πλευρά, στη βάση του λάκκου!
Αυτή είναι η τελευταία σου κατοικία σε τούτο τον πρόσκαιρο κόσμο ψέλλισα, τα χείλη μου δαγκώνοντας να σιγήσουν! Άρχισα με γρήγορο ρυθμό να τη σκεπάζω, με δάκρυ ακατάπαυστα το χώμα να ποτίζω, το Χάροντα να ξορκίζω και με τη γλώσσα της σιωπής πλέον να ψελλίζω, τη στερνή μου ευχή:
«Εύχομαι γλυκιά μου το δάκρυ μου, στο χώμα σου γόνιμος πηλός να γίνει, και να σε μεταλλάξει Σίντυ μου, σε ζώντα όντα, λουλούδια, δέντρα, φυτά ....που να’ναι σαν και σένα όμορφα και καλά!»
«Αλή, φέρε διμορφοθήκες να φυτέψουμε» είπε η Μαρία, την κούκλα να στολίσουμε!
Έφυγα σαν Κυνηγημένος, απ’τις Εικόνες και τις Σκέψεις!
Έφυγα σαν κυνηγημένος απ’τις εικόνες και τις σκέψεις, μ’αυτές από πίσω μου και το χειρότερο μέσα μου, σπρωγμένες απ’το χάρο! Πίστευα ακράδαντα πως ήμουν σκληρός, είχα βιωματικές στιγμές, με σκηνές τρομερές! Τα «καλά του θανάτου» τα είχα γευτεί από κοντά, στη σκληρή μου δουλειά!
Σάρκες μάζεψα, κόκκαλα μάζεψα, επικήδειους διάβασα, να κρατιέμαι έμαθα σε δύσκολες στιγμές, με τη ψυχή μου να κλαίω συνήθισα και τ’ανυπότακτα συναισθήματά μου, να τιθασεύω!
Όμως δεν επιτρέπεται να μπω σε περιγραφικές λεπτομέρειες, γιατί ίσως θεωρηθώ ότι ασελγώ και ιεροσυλώ, όμως τέτοιο πόνο σ’ αποχωρισμό δεν έχω νιώσει ποτέ, μα ποτέ μου, Θεέ μου, τ’ομολογώ!
Ίσως ποτέ μέχρι χθες δεν με είδε άνθρωπος να κλαίω, η γαλούχηση που είχα σαν πολεμιστής, με δίδαξε άθελά της ίσως, πως το κλάμα ενώπιον άλλων, με «ήττα» ισοδυναμεί! Αν έτσι είναι Σίντυ μου, με κέρδισες Σίντυ μου, με κέρδισες ίσως μέχρι και την άλλη μου Ζωή!
Συγκρίσεις Ιερόσυλες, μ'αντικειμενικές, το ξέρω πως κάποιοι με καταλαβαίνουν! Συγκρίσεις, ανισότητας, σαφώς μειωτικές, κάποιοι αγριεύουν το ξέρω!
Πείτε ότι θέλετε, όμως ακράδαντα πιστεύω, ότι «όσο βαθύτερα στον κόσμο των ζώων μπαίνεις, τόσο μακρύτερα απ'τον κόσμο των νοημόνων όντων φεύγεις!
Στο Βαθμό Τελειότητας των κτισμάτων του Θεού, δεν υπάρχει ρατσισμός και μεροληψία Ιεράρχησης, και το βαθμό τελειότητας μιας ύπαρξης, πάνω στην απώλειά του τον συνειδητοποιούμε! Αυτός ο βαθμός τελειότητας, πάνω στην κρίσιμη ώρα της απώλειας, καθορίζει, εν τέλει και το βαθμό πόνου, θλίψης, οδύνης και διέγερσης των συναισθημάτων μας!!!
Υπήρξε τα Πάντα για μένα!
Η Σίντυ υπήρξε τα πάντα για μένα, πάνω απ’όλα όμως και πρώτα απ’όλα υπήρξε «Μούσα» μου και κυρίως η μεγαλύτερη, σ’αυτό τον εφήμερο κι’ελαττωματικό κόσμο, «Δασκάλα μου!»
Το κυριότερο δίδαγμα, μέσα στα πολλά, που μου πέρασε, συνοψίζεται στους παρακάτω, εμπνευσμένους από εκείνη στίχους!
«Δυο κιλά είσαι και κάτι, με καρδιά από χρυσάφι
και διδάσκεις την Αγάπη, στων ανθρώπων το σινάφι!
Μ’απ’αυτούς κανείς χαμπάρι και μονίμως στο αμπάρι
σ’ένα πλοίο, που βουλιάζει κι’όλο πιο βαθιά τους πάει!
Συ’μου έμαθες γλυκιά μου, στην παλιανθρωπιά
τι αξίζει ένα σκύλο, να’χεις συντροφιά!
Συ’μου έμαθες καρδιά μου και τα πιο απλά
τα σκυλιά απ’τα’ανθρωπάκια, είναι πιο καλά!»
Εξαναγκάζοντάς με, αναπόφευκτα στη διατύπωση, ενός των μεγαλυτέρων μου καημών!
«Δεν ανέχομαι πια Σίντυ στον καθρέφτη να κοιτώ
κι’ένα είδωλο να βλέπω, ειδεχθές και ποταπό
μ’ένα σύνδρομο, σαν βρόχο, περασμένο στο λαιμό
και να μου καυχιέται ΣΙΝΤΥ, ότι μοιάζει στο ΘΕΟ!»
Το κενό της δυσαναπλήρωτο! Γι’αυτό πάνω στο λιτό κι’απέριττο, στερνό της κατάλυμα, ανάμεσα στα μωβ λουλουδάκια, που τη συντροφεύουν, έγραψα με δάκρυ και πόνο ψυχής, στην πετρούλα που την καλύπτει:
«Σ’έχασα γλυκιά μου
κι’έχασα τη μιλιά μου!
Σ’έχασα καλή μου
κι’ορφάνεψε η ζωή μου!
Σ’έχασα καρδιά μου
κι’έχασα τη σκια μου
χαλασιά μου!»
Με πόνο Ψυχής
στην ανυπέρβλητη Αγάπη μου
Σίντυ!!!
Ο Σύντροφος της Ζωής σου
Σπύρος.
"Η Αναπλήρωση"
Τρόπος του λέγειν βέβαια, γιατί όλα τα όντα εκτιμώ, ότι είναι μοναδικότητες, γι'αυτό κι'επιμένω, ότι απόλυτη αντικατάσταση δεν υπάρχει, ειμή μόνον σχετική!
Ναι προσπάθησα ν'αναπληρώσω το κενό της Σίντυς, δε ξέρω αν το κατορθώσω τελικά!
Πάντως λίγες ημέρες προ της επετείου της απώλειας, πήρα μια αξιοθαύμαστη γατούλα, από την παραλία του αλίμου!
Προσπάθησα να την ονομάσω Σίντυ, τελικά δεν τα κατάφερα, της είπα τελικά Τίντυ! Σήμερα μετά από δύο μήνες και 11 ημέρες οι σχέσεις μας είναι άριστες! Το πρόβλημα όμως είναι η Γιουγιού, που δεν τη θέλει! Με αγάπη όμως θα τα καταφέρουμε!
Στο διαδίκτυο έκανα, μόλις την πήρα τις εξής αναρτήσεις: