Σπύρου Κίκερη
ΠΟΙΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕ;
(Σαν Προσευχή και Ευχή!)
«Συνέλθετε Έλληνες!»
Ποιος το περίμενε, Θεέ μου
ο «Κόσμος» πως θα γίνονταν αλλιώς
και πως θ’αλλάζανε
η Γη κι’ο Ουρανός!
Σκέφτομαι καμιά φορά και χάνω τον ειρμό μου, κυριολεκτικά! Αναλογίζομαι καμιά φορά και χάνω ολότελα το μυαλό μου, τα λόγια μου χάνω, δε ξέρω τι να πω και χάνοντας τον προσανατολισμό μου, σε παραισθήσεις πέφτω και σε Vertigo, που τόσο και σαν πιλότος τρέμω!
Πού να το φανταστώ ότι η «Κόλαση, θα γίνονταν Θεός και ο Παράδεισος της Γης διαβολικός! Μην σας πάει ο νους αλλού, τη Γη της επαγγελίας εννοώ, τη Μεγάλη και ταλαίπωρη Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια, αισθάνομαι ότι βιώνει μια ατέλειωτη μεγάλη εβδομάδα!
Αυτό που γίνεται είναι ντροπή αίσχιστου είδους, είναι αίσχος, χειρότερο κι’από το «Τείχος του Αίσχους» με αρχή άνευ τέλους!
Ποιος το περίμενε Θεούλη μου, η παραδείσια ευτυχία ρακένδυτη να μετοικεί, για πού Θεέ μου; Για κει που μέχρι χτες, ούτε σ’εσένα δεν επιτρέπονταν να δεις!
Ελέησόν μας ω Θεέ! Ελεησόν μας! Λυπήσου την πιο ένδοξη Χώρα του Κόσμου, Λυπήσου τον επίγειο Παράδεισο, που ’συ δώρισες στη Γη και κάνε κάτι Θεέ μου, σε ικετεύω, σε εκλιπαρώ!
Κι’αν δε μπορείς πολλά να κάνεις, φώτισέ μας τουλάχιστον λίγο, εμάς τους Νεοέλληνες, να δούμε τουλάχιστον και να συναισθανθούμε, για λίγο έστω, την παραπάνω εικόνα!
Γιατί πάνε πολλά χρόνια πια, Θεέ μου, που γίναμε αλληθωριστές και σκοταδιστές για να περνάμε, Θεέ μου, μέσα από ανύπαρκτα κενά, οδεύοντας σαν ακραίοι και χαμένοι αρουραίοι, στο πουθενά! Το πουθενά, Θεέ μου, που εδώ έχει δυστυχώς και όνομα και σάρκα και οστά, συνοψισμένα στη λέξη «Αριστερά!»
Κι’αν δε μπορείς Θεέ μου, τούτα να κάνεις κι’αν πολλά τα βλέπεις και δύσκολα κι’αδύνατα, φώτισε Θεέ μου, τουλάχιστον το δικό μου μυαλό και το δικό μου το χέρι σε μια άγια γραφή, ευχή και προτροπή, μέσα από ένα στοιχειοθετημένο κι’αναθεματισμένο γιατί!
Συγχώρα με Θεέ μου, συγχώρα με κι’αν κάπου βρίζω Θεέ μου, συμπάθα με, μα δεν αντέχω να βλέπω αυτά που βλέπω, ν’ακούω αυτά π’ακούω και να αισθάνομαι συνειδητά αυτά, που πονούν εμένα, τους Συμπατριώτες μου και την άμοιρη Πατρίδα μου!
Κλείνουν τα μαγαζιά, Θεέ μου! Κλείνουν οι Επιχειρήσεις, Θεέ μου, η μία πίσω από την άλλη και μεγαλώνει το ποτάμι και το τραγικό Θεέ μου είναι ότι έχει αλλάξει και τη διεύθυνση ροής του!
Ποιος το περίμενε Θεέ μου; Ποιος; Να φεύγουν οι Έλληνες να πάνε πού; Στη Βουλγαρία να ψωνίσουν; Να φτιάξουν τα δόντια τους; Να εγχειριστούν; Να πάνε στη Βουλγαρία ξανά; Στη Ρουμανία; Στην Πολωνία; Στην Τσεχία; Στη Σλοβακία………Θεέ μου ν’ανοίξουν εκεί επιχειρήσεις και μαγαζιά;
Και οι πιο άξιοι νέοι μας να γίνονται μετανάστες, σαν τ’αγρίμια της φύσης, που μεταναστεύουν για επιβίωση; Γιατί Θεέ μου; Γιατί μας έπρεπε τέτοια τιμωρία; Τί χρωστάγαμε Θεέ μου, τι; Ποια μεγάλη «Αχαριστία» και ποια μεγάλη «Αμαρτία;»
Επίτρεψέ μου λίγο Θεέ μου, να κατέβω χαμηλά, να συζητήσω λίγο γήινα κι’ανθρωπινά, νιώθω λίγο καλύτερα και πιο φωτισμένος, απ’την επίκληση και μόνο του ονόματός σου!
Άσε με, λοιπόν, μόνος να πορευτώ, Θεέ μου, στο σκεπτικό για το «γιατί», κι’αν δεις ότι κάπου λαθεύω, «πάψε με», κι’αν δεις όπου κάπου αδικώ «κάψε με!»
Πάνε 27 χρόνια, που είδαμε τείχη να πέφτουν, σαν χάρτινοι Πύργοι! Κι’είδαμε κι’ένα ποτάμι, το μεγαλύτερο του Κόσμου ποτάμι ν’αλλάζει φορά κατά εκατόν ογδόντα Μοίρες (180ο ), αφήνοντας έκπληκτους Θεούς και Μοίρες!
Κι’ύστερα, κι’ύστερα, είδαμε κι’άλλα ποτάμια και ποταμάκια, να μιμούνται το μεγάλο ποτάμι, αλλάζοντας κι’αυτά φορά και εξ'αριστερων να οδεύουν δεξιά!
Κι’είδατε ανθρώπους ταλαιπωρημένους, ασθενείς κι’ημιθανείς να παίρνουν πάνω τους και να συνέρχονται, ως δια μαγείας! Και πεθαμένους ν’ανασταίνονται μάρτυρες μιας «Δευτέρας Παρουσίας!
Τις ίδιες ώρες, σε τούτες τις αλλεπάλληλες κι’ανεπανάληπτες συντέλειες, είδαμε «τί Θεέ μου;» Συχώρα με Θεέ μου, δε μπορώ εδώ να μη σ’ επικαλεστώ! Δεν αντέχω μόνος μου να φτιάξω και να πιω τούτο τον καφέ τον πικρό, με το μεγάλο, που έχω, καημό!
Τις ιδιες ώρες Θεέ μου με τις συντελειακές αριστερές, σεισμικές αλλαγές, είδαμε αλίμονο το «Γαλάζιο της Ελλάδας ποτάμι, κόκκινο να γίνεται δόλια κι’αργά, ν’αλλάζει Θεέ μου τροχιά, και να πορεύεται εκ Δυσμών προς Ανατολάς και εκ δεξιών προς τ’αριστερά!
Και είδαμε να οδεύει ανηφορικά, σκοταδιστικά, οπισθοδρομικά, ιδεοληπτικά, καθεστωτικά, διαλυτικά καταστροφικά……! Ζηλεύοντας Θεέ μου τι;
Τα φαντάσματα, που είδαν οι Γήινοι να εξανθρωπίζονται και τα σκέλεθρα, που είδατε σεις οι Ουράνιοι, σαν όνειρα κι’οράματα να σαρκώνονται, ίσως από λύπη δική σας;
Φώτισε, Θεέ μου, εμάς τους «Νέοέλληνες» καλύτερα να δούμε κι’απ’το σκοταδισμό να βγούμε, αλλάζοντας πορεία και μυαλά, γιατί σε πολύ λίγο κι’η Ιστορία, θα κλαίει Ελληνικά, γιατί θα'ναι, Θεέ μου, πλέον αργά!
Φώτισέ μας, Θεέ μου, σε ικετεύω, γιατί είμαι σίγουρος ότι ούτε η Ιστορία, που τόσα έχει δει, μπορούσε ποτέ να φανταστεί, το αδιανόητο «ότι η Κόλαση του Κομουνισμού θα γινόνταν του Χριστού κι’ο Παράδεισος της Ελληνικής Γης, κόλαση του Αντίχριστου!
Με Τιμή
Σπύρος Κίκερης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας