Σπύρου Κίκερη
ΣΑΝ ΕΥΧΗΣ ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ
ΑΛΛΗΛΟΥΪΑ!
«Τα γραφόμενα
ελπιδοφόρα εύχομαι
Αμήν!»
Δεν πάνε παρά, δυόμιση ώρες, που γύρισα από ένα «τραγικό» τελετουργικό, αφού είχε προηγηθεί μια σκληρή πάλη μέσα μου, στο να πάω ή να μην πάω! Τελικά πήγα, σαν κάποια στιγμή, τη συνείδηση άκουσα, επιτακτικά, να μου λέει «Ντροπή, στο χρέος τιμής, πάντα υπακοή!»
14:55 Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου Μαρούσι, 20/10/2016, πάντα συνεπής στην ώρα μου! Στα κράσπεδα του συνωστισμού, λίγο πριν την πλατεία Κασταλίας και το αδιαχώρητο. κάποιοι με ρώτησαν « Τί συμβαίνει, πού πάει όλος αυτός ο κόσμος;
Ένας πιλότος είναι, της Πολεμικής. Αεροπορίας που….. λέγονταν Σωτήρης Αντωνόπουλος ετών 32 και την Κυριακή 16 Οκτωβρίου μ’ένα αεροπλάνο, σε μια χαράδρα του Χελμού κάρφωσε, κοντά στα Καλάβρυτα,!
Μ’ακολούθησαν και μετά κι’αλλοι, κι’άλλοι, ρωταγαν κι’ερχόντουσαν! Είχα πολύ καιρό να δω πλήθος τόσο! Τί σύμπτωση θεέ μου, πάλι τελετές συναδέλφων ήταν!
Εμένα η συνειδητή χάραξη εικόνων στη μνήμη μου, από ένα τέτοιο γεγονός άρχισε! Ήμουν πεντέμισι χρονών παιδάκι όταν άκουσα πως ένας αεροπόρος σκοτώθηκε! Λίγο πριν, είχε αρχίσει μέσα μου να υφαίνεται, το μεγαλύτερο όνειρο της ζωής μου, που σάρκωσα!
Έκλαιγα ασταμάτητα, για να με πάνε να δω τον πιλότο! Με πήρε μία θεία μου, αδελφή της μητέρας μου και με πήγε! Ήταν η 28η Μαΐου του 1951, ημέρα Δευτέρα! Χαμός στη Μικρόπολη της Πρέβεζας! Δεν υπάρχει στιγμή κενή, στη μνήμη μου, ούτε σκηνή, από εκείνη τη μεγάλη τελετή!
Ακολούθησα την πομπή, βρέχοντας το δρόμο με τα δάκρυά μου! Δε νομίζω ότι υπήρχε έστω και ένας, που να μην έκλαιγε, όσο οι σπαρακτικές κραυγές της μάνας αντηχούσαν στα στενά δρομάκια της πόλης, καθώς συνόδευε, έναν εικοσάχρονο Λεβέντη, πρωτοετή Ίκαρο, τον Ευάγγελο Παππά!
ΙΚΑΡΟΣ ΕΥΑΓΓ.ΠΑΠΠΑΣ 1951
Η μικρή του ζωή, σε τούτο τον κόσμο, είχε τερματισθεί από πτώση του αεροσκάφους του σε πτήση solo! Tη μητέρα υποβάσταζαν ο σύζυγος και ο μεγάλος της γιος Σπύρος Παππάς, αξιόλογος ηθοποιός αργότερα! Ακολουθούσε ο μικρότερος γιος της Λάκης παππάς, ο γνωστός τραγουδιστής, αργότερα, σε τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκη!
Στο κοιμητήριο, ο σπαραγμός μεγάλωσε και στους πυροβολισμούς του τιμητικού αγήματος λαχτάρισα! Αργά το βράδυ, θυμάμαι, ότι σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και πήγα κλαίγοντας, στη μάνα μου! Τί έχεις με ρώτησε! Φοβάμαι τον Αεροπόρο της είπα!
Αργότερα σαν ανδρώθηκα κι’έγινα πιλότος έζησα αρκετές τέτοιες στιγμές και σκηνές! Υπήρξαν φορές, που με τα χέρια μου μάζεψα κομματιασμένους συναδέλφους κι’επικήδειους ψύχραιμα διάβασα! Πόσο είχα σκληρύνει Θεέ μου;
Όμως σήμερα, τα πράγματα ήταν αλλιώς! Πήγα με τα πόδια, είκοσι λεπτά δρόμος, συναντήθηκα με τον Αναπληρωτή Δημάρχου Αμαρουσίου και φίλο μου, ιατρό Στέφανο Τσιπουράκη! Έλα Σπύρο μου είπε, θα περάσουμε, εμένα με ξέρουν! Προσπαθήσαμε να μπούμε στην εκκλησία, όμως αδύνατον!
Καθίσαμε έξω, απέναντι του νεκροφόρου οχήματος, σε λίγο η κοσμοπλημμύρα κατέκλυσε τα πάντα! Ευτυχώς, για τον κόσμο, δυστυχώς για μένα, τα μεγάφωνα απέδιδαν τέλεια!
Στο άκουσμα των επικήδειων, άγριες σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζονται άτακτα στο μυαλό μου! Πόσους επικήδειους μπορούν τ’αφτιά σου ν’αντέξουν; Αναρωτήθηκα! Πόσες τέτοιες τελετές μπορούν τα μάτια σου να δουν, χωρίς να τυφλωθούν; Την ψυχή μου, ρώτησα!
Κάποια στιγμή, είπα στο Στέφανο «φεύγω!» Γιατί μου είπε εκείνος. Δεν του απάντησα! Πήρα το δρόμο της επιστροφής, βλέποντας θολά, πίσω από τα σκούρα μου γυαλιά!
Οθόνες ο δρόμος, τα πεζοδρόμια, οι τοίχοι κυρίως σε κτίσματα λευκά! Πώς να προχωρήσω Θεέ μου, με τα μάτια κλειστά; Όμως τα κλειστά τα βλέφαρα, τα ξέρω καλά, εκεί πολλές φορές βλέπεις πράγματα πιο τραγικά!
Θυμόμουν ξαναζώντας τις αιφνίδιες αναλήψεις του Δευτεροετή Ίκαρου Γιώργου Στεφανόπουλου, του Τριτοετή Ίκαρου και συνθαλαμιζόμενού μου Λύγκου Λουκά! Την πυρά, στα μάτια μου μπροστά, του Τάσου του Τυροβολά! Του Θόδωρου του Τσίρκα τη σάρκα, που μπέρδεψα, με τα σιδερικά! Του Κώστα, του Δασοπάτη, το φέρετρο με το τίποτα! Του Πασχάλη Γιουλμπασάνη τη Θέα, τη φρικιαστική, που το γιατρό έκανε να λιποθημήσει, αναλαμβάνοντας μόνος μου και τις δικές του υποχρεώσεις! Του Αντρέα του Γιούλη, το άψυχο ολόσωμο σαρκίο, με το ρέον αίμα απ’το στόμα και τ’αφτιά! Το σώμα, που με τα χέρια μου σήκωσα, να το βάλω στη «Νεκροφόρα Ambulance» βοηθούμενος από τον Υποδιοικητή της Μονάδας, Σμήναρχο Παναγιώτη Αγγελόπουλο, που τρόμαξα να συνεφέρω! Του Χρήστου του Καρσίκη……..! Του Γιώργου του Πασίση! Του συμμαθητή μου του Σάκη του Καμμένου, στο Κοιμητήριο της Κηφισιάς μ’έναν Μοίραρχο, το Γιάννη το Βολάνη να περιφέρεται, μ’έναν επικήδειο στα χέρια, χωρίς κανείς ν’αναλαμβάνει, το ασήκωτο έργο της εκφώνησης! Κανείς εκτός από κάποιον, που για μια ακόμα φορά τον εαυτό του ξεπέρναγε!
Και σα να μη μου’φταναν όλα αυτά, βίωσα τα τελευταία χρόνια, στα ξαφνικά, θανάτους σε πρόσωπα λατρεμένα, για μένα και ξεχωριστά! Πρόσωπα σπάνια και εκλεκτά, πάλι ιστάμενος τις μεγάλες ώρες, ψηλά!
Όμως σήμερα; Τί έπαθα σήμερα Θεέ μου; Τί; Μεγάλωσα; Τσάκισα; Έσπασα; Το Σωτήρη τον γνώρισα, πριν ακριβώς δεκατέσσερα χρόνια!
Δούλευα σε Αεροπορική Εταιρεία, παράλληλα πέταγα και στην Αερολέσχη Δεκελείας σαν εκπαιδευτής! Τον ιδρυτή της ένα μανιώδη λάτρη της Αεροπορικής ιδέας, τον Ηλία Σοφιανό, τον ήξερα γιατί ήταν συνάδελφος στην Πολεμική Αεροπορία, με όνομα καλό!
Υπήρξα εκπαιδευτής του και μυητής του στα πολλά και ιδιαίτερα μυστικά του Ελικόπτερο (Ε/Π)! Είχε ήδη χιλιάδες ώρες πτήσεων με αεροπλάνα, στο ενεργητικό του! Θυμάμαι την έκπληξή του, για το παράδοξο της πτήσης του Ε/Π και τους απίθανους λεκτικούς του παραλληλισμούς!
Αργότερα, σε κάποιους Αεραθλητικούς αγώνες στη πίστα rally του Αναστασιάδη στα Μέγαρα, με ξεπέρασε, ήρθε πρώτος και’γω δεύτερος, ίσως η διαφορά των τύπων Ε/Π να συντέλεσε, δεν έχει σημασία!
Χαρά μου έδωσε και ψηλά έφτασε, έχοντας σήμερα Αεροπορική Εταιρεία και επαγγελματική Σχολή Πιλότων! Σ’εμένα, λοιπόν, δεν απομένει, για να κλείσω το θέμα αυτό, παρά ολόψυχα να τον συγχαρώ!
Μη ξεχνιόμαστε, όμως στο Σωτήρη ήμασταν! Το Σωτήρη που πριν από δεκατέσσερα χρόνια γνώρισα! Έβλεπα ένα παιδάκι στα 18, 19 του χρόνια, να βρίσκεται ανελλιπώς τα Σαββατοκύριακα στην Αερολέσχη Δεκελείας στο Τατόι!
Κάποια μέρα, μου είπε «Κύριε Κίκερη, συγνώμη, είμαι ο Σωτήρης ο Αντωνόπουλος και είμαι Ίκαρος!» Από τα σύννεφα, ειλικρινά, έπεσα! Οι Ίκαροι πετάνε από πρωτοετείς σκέφτηκα! Οι Ίκαροι είναι εσώκλειστα παιδιά, κάτω από αυστηρή καταπίεση! Οι Ίκαροι θυμάμαι, από τότε που Ίκαρος ήμουν κι’ακόμα τότε, που Διοικητής τους ήμουν, πως «πέταγαν χωρίς φτερά», από χαρά, κάθε που βγαίνανε ν’απολαύσουν της Αθήνας τη «Λευτεριά!
Κι’αυτό, παιδί πράμα, στα 18, στα 19 και πάλι εδώ, στο συρματόπλεγμα μέσα; Για όσους δεν το ξέρουν η Σχολή Ικάρων και η Αερολέσχη, είναι στο Τατόι, σ’απόσταση όχι μεγαλύτερη των 300 μέτρων μεταξύ τους!
Από τότε είχαμε, σχετικά συχνά, διάφορες συνομιλίες! Μαζί δεν πετάξαμε, όμως ήξερα ότι χειριστικά έστεκε ψηλά! Στην πτητική του έφεση, ήταν φαινόμενο, που σπάνια απαντάται!
Ωστόσο στο σπίτι μου έφτασα! Κατευθείαν το κομπιούτερ άνοιξα, διέξοδο στ’αδιέξοδο να βρω! Αίφνης σταμάτησα, ίσως άλλο δεν άντεξα, όμως έφτασα ως εδώ τη γραφή κι’απορώ πως μπόρεσα!
Κάτι άλλο πρέπει να κάνεις μου υπαγόρευσε η συνείδησή μου! Σηκώθηκα, πήγα στην κουζίνα, βρήκα μια συνταγή, κατασκευής παξιμαδιών, που μια φίλη καλή μου’δωσε, από την Ήπειρο την Αυστραλιανή: Ένα ποτήρι Ηλιέλαιο, ένα ποτήρι ζάχαρη (λιώσιμο), ένα ποτήρι χυμό πορτοκαλιού, κανέλα, γαρίφαλο, γλυκάνισο κι’αλεύρι. Αλεύρι μέχρι τα χέρια να πονέσουν απ’το ζύμωμα!
Η αφοσίωση μέγιστη, το αποτέλεσμα καλό! Έτσι μπόρεσα να ξεχαστώ και ένα τετράωρο να κοιμηθώ!
Το πρωί σηκώθηκα με το μυαλό, στο χθεσινό τελετουργικό! Τακτοποίησα τα ζωάκια μου, τ’αδέσποτα στην πυλωτή, έφτιαξα κι’ένα Παρασκευιάτικο φαγητό! Πήγα ξανά να κάτσω εκεί, που αγαπώ τόσο πολύ κι’αποκαλώ «Αγία Γραφή» χωρίς να μπορώ να εστιαστώ!
Κάτι μου ήρθε στο μυαλό, ακούγοντας στο πρωινό δελτίο ειδήσεων, για τον Ιμάμη στην Αγιά Σοφιά! Έκανα μία ανάρτηση στο F.B, για κάποιον μέθυσο της εξουσίας, που τον λένε Ερντογάν! Στη συνέχεια πήγα στην αρχινισμένη από χθες γραφή για το Σωτήρη!
Οπότε ακούω τη Συνείδησή μου, αυστηρά «άστα όπως είναι και τρέχα στο Γυμναστήριο, μιλώ σοβαρά! Φρόντισε το κορμί, γιατί εκεί κατοικώ κι’εγώ και η ψυχή!»
Τελικά η ώρα πήγε τρεις και! Πώς φεύγει Θεέ μου η Ζωή; Πώς φυλλοροεί; Ώρα βαθιάς περισυλλογής και στοχασμού τώρα Θεέ μου,!
Θα σε πιάσω Σωτήρη, θα σε πιάσω, όσο ψηλά και να έφτασες, όσο ψηλά και να πας! Το σκάφος της σκέψης θα γκαζώσω και που θα μου πας θα σε ζυγώσω! H σκέψη μέσα από τη δύναμη της πίστης και θαύματα δεν κάνει;
Εγώ ξέρεις, έκανα μέχρι το πακτωμένο αεροπλάνο F-104, εκείνο το εξαίρετο ντεκόρ του Αγίου Ανδρέα, στο Ζούμπερι, να πετάξει! Ξέρεις πώς; Με χειριστήριο την πένα και χαρτί τον Ουρανό, κάνοντας, όλους εκείνους που το πέταξαν σαν το διάβαζαν, να δακρύζουν!
Σε φτάνω, ναι σε φτάνω, το νιώθω, ναι το νιώθω, σε φτάνω! Μ’ακούς Σωτήρη, μ’ακούς; Πες μου, σε παρακαλώ, “How Do You Read me Soter?”(Πώς μ’ακούς Σωτήρη;) Πώς είπες; «Fife by Fife!» Πες το και Ελληνικά Σωτήρη, σε παρακαλώ, να το καταλάβει κι’ ο Κόσμος ο πολύς! «Πέντε στα πέντε» είπες! Οκ, να που τώρα σε σχηματισμό είμαστε! Ποιος είναι αυτός πλάι σου; Ο εκπαιδευόμενος είπες ο Νίκος ο Κοπσίδας, ο Ναυτικός και λάτρης της Αεροπορικής Ιδέας, που δε μπόρεσε στην Ικάρων να περάσει; Κι'ο Άλλος με τα χρυσαφένια φτερά και το Φωτοστέφανο που προηγείται; Ο Άγγελος συνοδός, είπες; Α κατάλαβα, νομίζω δεν πειράζει που ακούνε!
Εγώ ξέρεις πρέπει να βιαστώ, γιατί ακόμα με καύσιμο πετώ, ενώ εσύ με τ’αγγελικό σου πια φτερό! Πάμε, λοιπόν, μια κουβέντα να κάνουμε! Ξέρω ότι είσαι αρκετά κουρασμένος, γι’αυτό δεν θέλω να μιλήσεις, να μ’ακούσεις θέλω και θα μου είναι αρκετό!
Στενοχωρήθηκες λίγο θαρρώ από το ξαφνικό! Όμως το δέντρο της περηφάνιας, στη ξέχωρη ομάδα, που ανήκουμε, Σωτήρη μου, μόνο με αίμα συντηρείται και πράξεις περίτρανες!
Όμως κι’αυτή δεν είναι λίγη Τιμή, ξέχωρη κι’αυτή είναι θαρρώ! Ο τρόπος του «Θανάτου» κάνει τη διαφορά, Σωτήρη μου, τη μεγάλη διαφορά! Άλλο να τελειώνεις τη ζωή σου σαν κοινός θνητός και άλλο σαν εν ενεργεία «Αετός!»
Θυμάσαι πως γνωριστήκαμε; Πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια, από τότε, για φαντάσου! Σε γνώρισα, γιατί εσύ δεν πήγαινες εκεί που οι άλλοι πήγαιναν τα Σαββατοκύριακα, να γευτείς και’συ λίγη ελευθερία!
Ερχόσουν μόνιμα στην Αερολέσχη, ίσως γιατί για σένα η Ελευθερία, ήταν ο «Ουρανός!» Ίσως γι’αυτό να βιάστηκες Σωτήρη!
Μα πες μου Σωτήρη, στα καλά λόγια του Ιερωμένου θείου σου, που άκουσα, είπε πως το καλοκαίρι, πέταγες μ’ελικόπτερο από καράβι στον Ειρηνικό! Μάλιστα είπε, πως μια φορά βούτηξες κι’έσωσες ένα δελφίνι, που στα δίχτυα είχε πιαστεί!
Τι μου θύμισες, Σωτήρη, τι μου θύμισες! Μια αποστολή τριών εβδομάδων στα καταπέλαγα, πάνω σ’ένα καραβάκι της Green Piece, που τα στροφεία του Ε/Π δεν απείχαν από τις υπερυψωμένες επιφάνειες του πλοίου, πάνω από ενάμιση μέτρο!
Τρεις ώρες με το χάραμα, τρεις ώρες με το σούρουπο, ψάχνοντας Ιταλούς λαθροψαράδες με αφρόδιχτα μήκους μέχρι 70 χιλιομέτρων! Ευτυχώς είχα καλό μηχανικό, τον Τάκη το Καμπουρέλη, που με εκατό Σταυρούς με σταύρωνε, σαν έφευγα και με χίλιους σαν γύρναγα!
Όμως, αλήθεια Σωτήρη, εσύ τί ήθελες ειλικρινά, εκεί στον Ειρηνικό, με Φιλιππινέζους ψαράδες;
Βλακείες ρωτάω, συγνώμη! Τυχοδιώκτες ποτέ δεν υπήρξαμε, Ερωτύλοι πάθους υπήρξαμε πάντοτε, σ’αυτό που τρελά αγαπήσαμε!
Όμως πες μου σε παρακαλώ, κάτι πιο σοβαρό, «χτες εκεί στη Θεοτόκο Αμαρουσίου από τις τρεις μέχρι τις πέντεμιση, άκουγες, ειλικρινά, τις καμπάνες να χτυπάνε λυπητερά; Πώς είπες; Φυσάει κι’αστρικός άνεμος εδώ ψηλά και δε σ’ακούω και καλά!
Ύμνους άκουγες Σωτήρη, μου είπες, ύμνους διθυραμβικούς και σάλπιγγες να ηχούν στους Ουρανούς; Εγώ έφυγα, Σωτήρη, γιατί δεν άντεχα εκείνες τις απαίσιες καμπάνες στ’αφτιά μου να ηχούν λυπητερά και να μου θυμίζουν τόσο πολλά!
Έφυγα Σωτήρη και ούτε το «σκάφος», που σ’ανάστροφη, ήσουνα Σωτήρη δεν είδα! Έφυγα Σωτήρη, εγώ σ’εκείνο το σχηματισμό άλλο δε μπορούσα να κρατηθώ! Δε ξέρω αν αυτό που έκανα ήταν κακό!
Στο δρόμο προς το σπιτικό μου Σωτήρη, είδα πράγματα «Φανταστικά!» Κάπου τρόμαξα, νόμισα πως «φαντάσματα» με πήραν από πίσω! Λάθη ανθρωπινά! Δεν είναι σαν τα πνεύματα οι άνθρωποι, Σωτήρη μου, λαθεύουν, λαθεύουν συχνά!
Μα ξέρεις, ξέρεις, σε τέτοιες περιπτώσεις, σαν τη δική σου, κάποτε είχαμε την αίσθηση, ότι κατευοδώναμε τους πατέρες μας, αργότερα πως κατευοδώναμε τ’αδέλφια μας και τώρα Σωτηράκη μου, στη δική σου, περίπτωση και σε κάτι άλλες σαν τη δική σου, νομίζουμε, ότι κατευοδώνουμε τα παιδιά μας, Σωτήρη μου, τα δικά μας παιδιά, τα Ικάρια παιδιά, τα Ναρκισσιστικά!
Σε πονώ; Πες μου αν ναι και σταματώ! Όχι μου είπες, σου αρέσει έτσι που μιλώ; Θα μ’αφήσεις, λοιπόν να βάλω το χέρι μου επί των τύπων των ήλων, για να πεισθώ, για πράγματα παράξενα, που έχω στο μυαλό;
Άλλοι είπαν πως έφυγες, άλλοι πως εδώ έμεινες, άλλοι πως έφυγες μισός! Τελικά τί έγινες: Μη, μη μιλήσεις, άσε πρώτα εγώ να σου πω κι’ελπίζω να μη σε πονώ! Ας δούμε το θέμα σύμφωνα με την αποσταγμένη παράδοση και σοφία την ανθρώπινης, επιστημονικής και υπερβατικής οπτικής!
Έπεσες βίαια, μου’παν, διασπάσθηκες, κάηκες! Ναι αλλά για το πνεύμα και τη ψυχή, λένε οι Σοφοί και οι Πνευματικοί, πως τούτα, εδώ, δεν έχουν εφαρμογή! Το πνεύμα κι’η ψυχή ακαριαία φεύγουν εκείνη τη στιγμή και πάνε ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που λιώνουν τ’ανθρώπινα φτερά κι’αντέχουν μόνο τ’αγγελικά!
Όσο γι’αυτό, που κάτω έμεινε, όσο έμεινε, το σώμα και την ύλη εννοώ! Τί έγινε; Μήπως Σωτήρη μου σε διαδικασία μετάλλαξης δε μπήκε; Ναι ένα μέρος κάηκε, ίσως και όλο! Μα η καύση λένε οι επιστήμονες και οι βαθυστόχαστοι μελετητές, πως πολυδιάστατη χημική διάσπαση είναι κι’εν τέλει μετάλλαξη!
Η ύλη κοντολογίς, μεταλλάξιμη είναι, Σωτήρη, είτε καεί, είτε ταφεί και πάντα υπαρκτή και έτοιμη με κάτι άλλο να σμίξει, να ξαναγεννηθεί ή τη ζωή σαν συστατικό να συντηρεί!
Άρα Σωτήρη μου, από σένα και τόσους άλλους, στην περίπτωσή σου, τίποτα δεν χάθηκε! Ναι, τίποτα δεν χάνεται κι’αν και τη σκέψη την ανθρώπινη, την παρήγορη και θαυματουργή, στο λογαριασμό βάλουμε, τότε γιατί στ’αλήθεια, Σωτήρη μου, ν’αναστενάξουμε; Γιατί να κλάψουμε; Γιατί τον πάνσοφο δημιουργό μας να μην δοξάσουμε;
Φτάσαμε, νομίζω Σωτήρη μου, ψηλά, πολύ ψηλά, δεν αισθάνομαι καθόλου καλά, πρέπει να βιαστώ! Μη γελάς, δέσμιος των ανθρώπινων λαθών και παθών είμαι!
Σε χαιρετώ! Καλό κατευόδιο, στο υπόλοιπο, της ουράνιας διαδρομής σου και μη ξεχάσεις, χαιρετισμούς και φιλιά στους Συναδέλφους, που στις Μοίρες των Αρχαγγέλων θα βρεις!
«Αλληλούια Σωτήρη μου, Αλληλούια
Δόξα σοι ο Θεός
Η ελπίς ημών Δόξα σοι!»
Με Τιμή
Σπύρος Κίκερης