Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

ΩΔΗ ΚΑΙ ΡΕΚΒΙΕΜ (ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ!)

ΣΠΥΡΟΥ ΚΙΚΕΡΗ



ΩΔΗ ΚΑΙ ΡΕΚΒΙΕΜ 
ΣΤΟΝ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟ ΣΤΟΧΑΣΤΗ!


Επετειακό! Κ. Καρυωτάκης!

Δυσφημιστής ή Διαφημιστής
του τόπου τέρματος της ζωή του
των λόγων της απόφασής του
και του τρόπου συγγραφής του;

Βαρύ και αμείλικτα σκληρό
το εδώ ερωτηματικό!
ΜΕΓΑΛΟΣ;
Σίγουρα τη σκέψη του βασάνισε
τουλάχιστον δυόμιση φορές, από τα χρόνια των 32
που τη ζωή του, οικειοθελώς, τερμάτισε!

Εις Μνήμη Κώστα Καρυωτάκη
με τη συμπλήρωση ενενήντα τεσσάρων ετών
από τον τραγικό του θάνατο!
Πρέβεζα 21 Ιουλίου 1928!


   Το Μοιραίο Λάθος!
   Έχω την ταπεινή γνώμη να θεωρώ, ότι ανήκες σε περισσότερους και όχι μόνο στον εαυτό σου, όπως λαθεμένα θεώρησες!

  Σ'είπαν Τρελό
«Σ’είπαν τρελό, σ’είπαν δειλό, μεγάλο και σπουδαίο

Σ’έθαψαν λέει και Νεκρό
και Νεκραναστημένο!»

Μα άκρη αν ζητάς να βρεις
στάσου στη γνώμη λίγων!
Αλλιώς, σου μέλλει να χαθείς
στα στόματα των λύκων!

«Έφυγες!»
«έφυγες πριν την ώρα σου
μα ώρα σου καλή
κι’η μνήμη σου αιωνία 
στην άλλη σου ζωή!»

   Η Γνώμη των Πρεβεζάνων, για ’κείνον!
   Οι παλιοί Πρεβεζάνοι, εκφράστηκαν για σένα, με λόγια σκληρά! Νόμισαν πως την Πόλη τους δυσφήμησες για μία πιστολιά! 
 Ούτε κατά διάνοια ήθελαν, μνημείο κι'ανδριάντα, να σου στήσουν και όταν κάποτε σου'στησαν τ'άφηναν απεριποίητα και ρυπαρά!
   Οι νεώτεροι κατάλαβαν, πως ήσουν αφορμή, την πόλη τους ο
κόσμος, να γνωρίσει πιο καλά!
   Πλέον όλοι το ξέρουν, πως ένας μήνας και τρεις ημέρες, ήτοι μέρες συνολικά τριάντα τρεις (33), είναι χρόνος λίγος, μια πόλη 15.000 κατοίκων να γνωρίσεις!

     Η Απόφαση, είχε Ληφθεί!
   Στο ποίημά σου Πρέβεζα, που πρέπει να ήταν από τα τελευταία σου, ανέγραψες τη λέξη θάνατος, κάπου δέκα (10) φορές, άρα η απόφασή σου ήταν ειλημμένη, πριν στην Πόλη του θανάτου σου αφιχθείς!
   Στην Πρέβεζα ήρθες στις 18 Ιουνίου του 1928, ημέρα Τρίτη
και έβαλες το σάβανο, στις 21 Ιουλίου του 1928, ημέρα Σάββατο, αφού ήπιες μια βυσσινάδα, στο καφενείο Βρυσούλα του Απέργη, τετρακόσια μέτρα, απ’το χώρο της στερνής σου επιλογής!
   Έμαθα πως άφησες, πουρμπουάρ δραχμές εβδομήκοντα πέντε (75), παρά του ότι το βιβλιάριο σου είχε καταθέσεις, όπως έγραψες, δραχμές τριάντα (30)! Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους!

   Βιογραφικά – Διαδρομικά -  Πολιτικά!
   Ήρθες στον εφήμερο τούτο κόσμο, στις τριάντα (30) Οκτωβρίου του 1896, στην Τρίπολη. Έφυγες, οικεία βουλήσει, στα τριάντα δύο σου (32), ένα χρόνο νωρίτερα απ’ότι ο Χριστός κι’ο Μεγαλέξανδρος! Το ημερολόγιο έδειχνε 21 Ιουλίου του 1928, ημέρα Σάββατο, ώρα 16:30!
   Υπήρξες μορφωμένος (Νομική, Φιλοσοφική) υπήρξες φωτισμένος, μα έφυγες με παράπονο, σφόδρα κατατρεγμένος!
   Σε παίδεψαν κοινοί θνητοί, Ταγοί διχαστικοί, με τίτλους περιώνυμους και διαχρονικοί!
   Ποιος στοχαστής θα άντεχε το μαύρο, της Πατρίδας, χάλι; Ποιος γητευτής, της γλώσσας και του νου, θα μπόραγε να ψελλίσει το «χαλάλι;» Ποιος, που έχανε η Μάνα το παιδί και το παιδί τη Μάνα και η Ελλάδα φόραγε, ρούχα μονίμως μαύρα!
   Άλλοι γουστάρουν Βασιλιά και άλλοι Βενιζέλο κι’ο στοχαστής
μοιρολογά στο μαύρο πεπρωμένο!
   Βαλκανικούς, παγκόσμιο, σου έμελλε να ζήσεις, Μικράς Ασίας θέματα, κληθείς να επιλύσεις και κυβερνήσεις δυο μαζί, Κώστα μου να γνωρίσεις!
   Μα πόση να’χεις αντοχή κι'υπομονή να δείξεις; Δέκα κινήματα αρκούν, μέσα σε δέκα χρόνια (1918 – 1928), ήττες σωρό και προσφυγιές, δίκες και εκτελέσεις, Δημοψηφίσματα μαϊμού, κι'ότι να υποθέσεις!
  Δικτατορία Πάγκαλου και αντιπαραθέσεις, δίνες να φέρουν
στο μυαλό, το νου σου να σαλέψουν, σαν δύο τρώγονται  σκυλιά, να σε διαφεντέψουν!
   Παλεύεις τέλος και αρχή, κάτι και’συ ν’αλλάξεις, πριν φύγεις από τη ζωή αυτή, άλλη ζωή να ψάξεις!
   Ίχνη αφήνεις, πίσω σου, στον όποιο Ιχνηλάτη, στη Θεία σου
επιλογή, εν τέλει, να συγγράψεις! 

   Το Έργο σου!
   Το έργο σου, απαξιώθηκε από πολλούς, μα θέλει κόπο να διαβείς, τα διανοήματά σου και στα βαθύτερα να μπεις, απ’τα νοήματά τους! Γιατί κι’αρνητικά, έστω να δεις, Κώστα τα πρακτικά σου, πάλι θαρρώ θα διδαχτείς απ’τα διδάγματά σου!
   Είμαι σίγουρος ότι το πνεύμα σου είχε πολλά να δώσει, αν το σκάφος του εαυτού σου στην τρικυμία, που βρέθηκες κατάφερνες ασφαλώς, να οδηγήσεις, στο όποιο βιολογικό σου τέρμα, η φύση είχε προνοήσει!

   Μα εγώ σε τέτοιο Στοχαστή!
Μα εγώ, σε τέτοιο Στοχαστή
τα δυνατά θα βάλω 
και η ψυχή του, ας αισθανθεί
ότι για 'κείνον γράφω!

*Διευκρίνιση: 
Προσπάθησα να γράψω, όπως εκείνος έγραφε
κι’ακόμα να περιγράψω, όσα εκείνος έκανε!
*Τη ρίμα συνήθιζε, στον πρώτο και τρίτο στίχο, καθώς στο δεύτερο και τέταρτο!
"Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης
την Κυριακή θ'ακούσουμε τη μπάντα!
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις, δραχμαί τριάντα!"

ΑΠΟΓΝΩΣΗ!

Πλήγματα στη ψυχή, βαριά χτυπήματα 
όρθιο να σταθεί το κορμί, σχεδόν αδυνατεί!
Ποίματα στη γραφή, βαθιά νοήματα
ποιος όμως, απ’τους πολλούς, το στοχαστή
 να αισθανθεί!

Ελέω Βασιλείς και Λαϊκοί Ταγοί
θα πρέπει να ταχθείς και να υποταχθείς!
Ελέω Διχασμοί, σκληροί εκβιασμοί
αν δεν υποταγείς, σου μέλλει να πνιγείς!

Παντού κοριοί Δημόσιοι, σα βδέλλες κολλημένοι
παρείσακτοι και αδαείς, δήθεν αξιοκράτες!
Πίνουν το αίμα σου Ελλάς και μοιάζουν μεθυσμένοι
με νταβατζήδες Υπουργούς, Νομάρχες Δημοκράτες!

Κι’αν με σκουλήκια, χρόνια ζεις, μέλλει να σκουληκιάσεις
κι’αν θέλεις όντως να σωθείς και να μην αποκάμεις
πρέπει να διαχωριστείς, αν θες να μη λεκιάσεις
έστω ακόμα κι’αν σκεφτείς, πρόωρα να την κάνεις!

Στις μεταθέσεις Αρχηγός κι’αποδιοπομπαίος
την τύχη είχε του Πατρός, στη γύρα άνευ λόγου!
Ακλόνητος στις Θέσεις του, διόλου Φαρισαίος
το ρόλο παίζει του Χριστού, το ρόλο υπολόγου!

Άρτα και Σύρα, κι’Αττική κι’ακόμα Σαλονίκη
στου Γολγοθά σου το στρατί, δρόμο ακόμα έχεις!
Από Νομάρχη σ’υπουργό, μετάταξη σα Νίκη
τιμωρημένος κι’ασθενής, δείχνεις να μην αντέχεις!

Τον Έρωτα τον γεύτηκες, σε πόρνες και μπορντέλα

τη σύφιλη την κόλλησες, σ’έρωτες αγοραίους!
Μα οι πληγές, το ήξερες, πως σκάνε σαν φουρνέλα
και τους ωραίους, πως θα δεις, μια μέρα αρουραίους!

Αγάπησες, αγαπήθηκες, μα την αγάπη αρνήθηκες
αυτό που είχες κόλλαγε, γι’αυτό και αντιστάθηκες! 
Ψηλά στο πρέπον στάθηκες, πρέπει να τυραννήθηκες
μα όμως το σεβάστηκες, μέχρι που θυσιάστηκες!

Στην Πρέβεζα σαν θα βρεθείς, κόμπος και χτένι ένα
κι’άιντε μ’αυτό να χτενιστείς, σαν είναι και κοκέτης!
Το βλέμμα γίνεται θολό και κόκκινο σαν αίμα
τρεμει το χρέος στο γυαλί, τρέμει κι'ο οφειλέτης!

Τα κουράγια καλυμμένα από άχτι και θλίψη
τα χέρια υψωμένα σε ικέτευσης θέση!
Κακοτράχαλοι δρόμοι αλυχτάνε οι σκύλοι
με τον κόσμο ετούτο, πια, καμία η σχέση!

Είκοσι Ιούλη, βράδυ στο μονολίθι
το σκοτάδι εμπνέει, στου Μαΐστρου το κύμα!
«Εαυτέ μου προχώρα, μόνοι στο μετερίζι
συμπληρώσαμε 'δώ, φτάνει πια, ένα
 μήνα!»

«Μη διστάζεις καλέ μου, ξέχνα φόβους και ρίγη
το κορμί παραστέκει, η ψυχή μου αρνείται!
Υποχώρηση Θέμου, πω πω Θέμου ρεζίλι
μέσα στην παραζάλη, ούτε ξέρω ποιος είμαι!»

«Ήξεις και αφήξεις και παλινωδίες
ρε ζωή πουτάνα, δεν θα με λυγίσεις!
Μαύροι εφιάλτες, θάνατοι, κηδείες
μάτι δεν θα κλείσεις, πριν αποφασίσεις!»

«Σφαίρα η ζωή μου! Σφαίρα η Ασπίς μου!
Σφαίρα το κορμί μου! Σφαίρα η ψυχή μου!

Σφαίρα η Ελλάδα! Σφαίρα η Πατρίς μου!
Σφαίρα στην καρδιά μου, η ζωή δική μου!»

«Η φωνή μου σφεντόνα
Καρυωτάκη προχώρα!
Η Ζωή μου πατρόνα
Κώστα μπρος, πυροβόλα!»

   Το Σημείωμα στην Τσέπη του!
   Η Αστυνομία στην τσέπη του βρήκε, ένα σημείωμα, που περιείχε τα εξής, που συνοπτικά, αναφέρω! Η γραφή, ασφαλώς και δείχνει κάποια σύγχυση, όπως και είναι φυσικό, αφού παιδεύτηκε σαν τον Χριστό, το τελευταίο του 24ωρο!
   Όμως σίγουρα άλλο το της επίγνωσης συνειδητό και άλλο το τεράστιο άγνωστο του ασυνείδητου, στο ανθρώπινο μυαλό! Όσο έξυπνος να είναι κάποιος, ο μεγάλος άγνωστος, θα είναι ο εαυτός του!

   «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. 
   Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία……..
   Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου και τον κίνδυνο που ήρθε, τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία …..
   Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! Είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε ….
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, δερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια…

Ιδού και το ποίημα της Αγαπημένης του
λίγο πριν φύγει απ'τη ζωή!
    
«Γιατί μ’ αγάπησες» 
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια. Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες. 
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα, μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου. Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν με την ψυχή στο βλέμμα, περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο της ύπαρξής μου στέμμα, μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν. Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες και στη ματιά σου να περνάει είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο να παίζει, να πονάει, μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες. Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες και μου άπλωσες τα χέρια κι είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα – μια αγάπη πλέρια, γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες. Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου. Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα, σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου. Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα, γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη. Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη μένα η ζωή πληρώθη. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα. Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια. Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια, μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου. Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα, να πληθαίνω τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες κι έτσι γλυκά πεθαίνω μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες. (Από τη συλλογή «Οι Τρίλλιες που σβήνουν», ενότητα «Οι Τρίλλιες που σβήνουν», 1928)

   Η Ευχή μου για 'κείνον!
  Προτού την ευχή μου διατυπώσω, οφείλω να του μηνύσω: 
"Κώστα μην θαρρείς ότι η κατάσταση στην Ελλάδα, έχει αλλάξει και τόσο πολύ! Και διώξεις έχουμε και εκδιώξεις και σφετερισμούς και ιδιοτέλειες, παραγκωνισμούς, ημετέρους, γηγενείς και αλλογενείς! Η αξιοκρατία ακόμα δεν ήρθε, Κώστα, στην Ελλάδα και σχεδόν κάθε μέρα, που ξημερώνει, μοιάζει ημέρα αποφράδα!   
   Έχω μια αμυδρή ελπίδα τελευταία, πως κάτι μπορεί ν’αλλάξει κι’αυτή η ελπίδα νομίζω πως δεν πρέπει, αδιάφορους πάλι να μας βρει κι’άπρακτη πλάι μας να προσπεράσει! 
   Είμαι και’γω πια στα εβδομήντα εφτά μου, έχω και ’γω αρκούντως μεγαλώσει,  καλύτερα θα έλεγα, γεράσει και κάθε άλλο παρά θα επιθυμούσα να πάω απ’των ανοήτων Νεοελλήνων το Φαρμάκι!

    Θα κλείσω με μία στερνή ευχή, δανεισμένη από Ρέκβιεμ της
Καθολικής Εκκλησίας, συμπληρωμένη ελαφρώς για ευνόητους λόγους!
“Requiem Aeternam Dona ei, Domine
et Lux Perpetua Luceat ei!”
(Αιωνία Ανάπαυση Δώσε, σ’αυτόν Κύριε
και Αιώνιο Φως!)
Φως, ώστε τα διδάγματά του
να κατανοήσει
ένας αμετανόητα Διχαστικός και
αυτοκαταστροφικός Λαός  !

                                                      Με Τιμή
                                                 Σπύρος Κίκερης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας