ΤΙΜΗΣ
ΕΝΕΚΕΝ ΣΤΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ ΘΡΥΛΟ
Starfighter F-104!
Αφιέρωση
Εξαιρετικά
και ανεξαίρετα
σε όλους όσους
πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους
ανεξαρτήτως
ειδικότητας
στον Άρχοντα
θρύλο του Αέρα!
Επίσης με ιδιαίτερη
συγκίνηση και υπερηφάνεια
στους δεκαέξι (16) πανάξιους Συναδέλφους
που μαζί του
κίνησαν, για τους Ουράνιους Παραδείσους
μεταλλασσόμενοι
σ’αρχαγγέλους!
Ήταν Αύγουστος του 2014, ήμουν για λίγες μέρες με την οικογένεια της μεγάλη
μου κόρης, στο ΚΕΔΑ/Ζούμπερι - Κατασκηνώσεις Πολεμικής Αεροπορίας - στον Άγιο
Ανδρέα!
Στα πολλά και διάφορα ενδιαφέροντα του Αγίου Ανδρέα, με τις ώρες
καθόμουνα και χανόμουνα, χαζεύοντας το μονοθέσιο F-104 της φωτογραφίας, που είχε
τοποθετηθεί εκεί για λόγους τιμής, καλαισθησίας, εμψύχωσης και ανάμνησης, μια
και είχε προ πολλού, αποσυρθεί από τη δράση!
Η γνωριμία μαζί του και η συγκίνηση, παλιά υπόθεση! Ελάχιστα μετά την
άφιξή του στη Χώρα μας, ναι εκεί στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου του 1964!
Ένα χρόνο προτού εισέλθω στη Σχολή Ικάρων, τα μάτια μου δάκρυζαν
βλέποντας άξαφνα έναν «πύραυλο», να ίπταται πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη,
ακριβώς με τη διέλευση της Σχολής Ικάρων, έμπροσθεν των επισήμων και να
εξαφανίζεται κατακόρυφα στον Αττικό ουρανό!
Ο κόσμος, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, άρχισε ν’αλαλάζει από ενθουσιασμό στη δεύτερη και τρίτη διέλευσή του, ψιθυρίζοντας το όνομα του χειριστή, που δε
ξέρω πως είχε διαρρεύσει!
Ήταν, όπως ο κόσμος έλεγε, ο Επισμηναγός
Πέτρος Μαρίνος!
Αργότερα έμαθα, ότι στη Θεϊκή εκείνη πτήση το αεροπλάνο ήταν
διθέσιο και μαζί
με τον Μαρίνο ήταν και ο Διοικητής της Μοίρας Επισμηναγός
Παναγιώτης Αναγνώστου! Ήταν το αεροπλάνο TF -104G 62-12272/FG272 της 335 Μοίρας Κρούσης!
ΕΠΓΟΣ (Ι) Π. ΜΑΡΙΝΟΣ! |
Το νέο το έμαθα, από ένα μαύρο μαντάτο, που ήθελε τους δυο αυτούς γενναίους,
να χάνονται με το ίδιο αεροπλάνο, σε τραγικό αεροπορικό ατύχημα, 45 ημέρες μετά,
ήτοι στις 8/5/1964! Αυτοί ήταν και οι δύο πρώτοι πιλότοι μας, που είχαν
εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ! Ακολούθησε στις 15/7/1964 ο Επισμηναγός και Διοικητής της Μοίρας Χρήστος Ευσταθίου!
Έτσι λοιπόν, πενήντα (50) χρόνια μετά, οι αναμνήσεις μου, για τον Άρχοντα του αέρα, που από’κει άρχιζαν, με καθήλωναν εκεί στο απέραντο χάζι, του γερασμένου αστρομαχητή!
Ορκομωσία Σχολή Ικάρων 1950! Ο Ανθσγος Χρήστος Ευσταθίου, παραδίδει τη σημαία της Σχολής, στον Ίκαρο ΙΙΙ Πέτρο Μαρίνο! |
Έτσι λοιπόν, πενήντα (50) χρόνια μετά, οι αναμνήσεις μου, για τον Άρχοντα του αέρα, που από’κει άρχιζαν, με καθήλωναν εκεί στο απέραντο χάζι, του γερασμένου αστρομαχητή!
Έτσι κάπως ένα άγουρο Αυγουστιάτικο πρωινό, ο
Διοικητής του ΚΕΔΑ Σμήναρχος Ιπτάμενος Δημ. Κουτσουράκης, με είδε σ’απόλυτη
μοναξιά να κάθομαι, στο Βορειοανατολικό άκρο του εστιατορίου, κοιτάζοντας
εκστασιασμένος, το ανυπέρβλητο σε κάλλος και υπερηφάνεια, διακοσμητικό F-104,
έχοντας ένα χαρτί κι’ένα μολύβι στα χέρια μου!
-«Καλημέρα Κε Κίκερη» μου είπε «Τί
κάνετε εδώ πρωί, πρωί;»
- Ε να, προσπαθώ να ζωντανέψω το F-104,
του είπα. Εκείνος με κοίταξε περίεργα και’γω του επανέλαβα «Να ζωντανέψω το
F-104 προσπαθώ Κε Διοικητά, καταλάβατε τι εννοώ, καταλάβατε;»
-«Κατάλαβα, κατάλαβα» μου είπε κι’απομακρύνθηκε.
Με την αποχώρησή του, ξαναμάζεψα τις σκέψεις μου και τους στοχασμούς
μου, κοιτάζοντας με περισσότερη έκσταση το πακτωμένο γερά στο έδαφος αεροπλάνο
«Θρύλο» εκεί στο άκρο του Αγίου Ανδρέα, πλάι στο φάρο!
Εκεί, εκεί στην παγιωμένη και παγωμένη
εκθεσιακή του στάση, που το ήθελε με μια γωνία ανόδου 40-45ο μοιρών
και μια ελαφρά δεξιά κλίση 7-8ο μοιρών, αρχίζοντας δειλά, δειλά, να
γράφω:
ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ
ΥΠΕΡΒΑΣΗ!
‘‘Ήταν πρωί,
πολύ πρωί, ήταν σχεδόν σκοτάδι
Το χάζι
ήτανε νεκρό, κανείς δεν αμφιβάλει
κι’όμως ο δόλιος
στοχαστής μαζί του συζητάει!
Ξάφνου
ορμάει στο χαρτί και γράφει, όλο γράφει
κι’ανατριχιάζει
και σκιρτά, σ’αυτά που περιγράφει!
Το δάκρυ
στάζει στο χαρτί, απ’των καημών τα βάθη
την άκρη
ψάχνοντας να βρει, στων Σταυραϊτών τα πάθη!’’
Δυο μέρες
έχω πουμ’εδώ και ψάχνω, όλο ψάχνω
με την ανία
πολεμώ, μάχη τη μάχη χάνω!
Μα αίφνης
κάπου σταματώ και το Σταυρό μου κάνω
που βρήκα
κάτι να πιαστώ, κάτι να ξανασάνω!
Στου
Άγιαντρέα μια γωνιά, εκεί κοντά στο φάρο
πέφτει η
δόλια μου ματιά, σ’ένα αεροπλάνο!
Τα μάτια
κλείνω στη θωριά, στην έκπληξη τα χάνω
χιλιάδες
μνήμες μου ορμούν δε ξέρω τι να κάνω!
Σφίγγω τα
χείλια, την καρδιά, αφόρητα πονάω
τη λύπη μου
περιφρονώ, να μη με βάλει κάτω!
Αρχίζω να
μονολογώ και να παραμιλάω
δειλά, δειλά
ν’αναπολώ, σιγά σιγά να γράφω!
Κι’όλο
κοιτώ, ξανακοιτώ κι’επίμονα εμμένω
ν’αλληθωρίζω
τη ματιά, καθώς εκείνο βλέπω!
Το’να μου
μάτι στο παρόν, τ’άλλο κάπου χαμένο
και’γω
στ’ανύπαρκτο κενό, να το διαφεντεύω!
Το ξέρω
πρέπει να βιαστώ, άπραγος να μη μείνω
σε
υπερβάσεις να στραφώ και γητευτής να γίνω!
μπορώ
στ’αστερια ν’ανεβώ και Ήλιους να εκλείψω!
Ακόμα λίγο
και μπορώ τ’απίθανο να ζήσω
τα μάτια
κλείνω να μη δω, αυτά που θα τολμήσω!
Η ώρα φτάνει
να του πω, το χρόνο θα νικήσω
κι’ελπίζω
άμοιρο να δεις, σε λίγο θα σε λύσω!
Έχω καιρό,
πολύ καιρό, καλό μου να σ’αγγίξω
καιρό να
σ’ευχαριστηθώ και να σ’ευχαριστήσω!
Το χρόνο λεν
αδύνατον κανείς να φέρει πίσω
μα’γω σε
λίγο θα το δεις, αυτόν θα τον ξεσκίσω!
Βιώνω δίχως
ουρανό, τώρα πολύ καιρό
κι’ας έμελλε
να τον γευτώ χρόνια σαράντα οχτώ!
σου
παρασέρνει το μυαλό, στον παραλογισμό!
Θέλω να με
γευτείς, να σε γευτώ
σαν τον
παλιό καλό καιρό!
Να θυμηθείς,
να θυμηθώ
να
γίνουμ’ένα μας οι δυο!
Ναι
μ’αποκρίνεται αυτό, και νιώθω πως με νιώθει
ποτάμι είναι
ο καημός, τσουνάμι σαν στοιχειώνει!
Κοινοί μας
είναι οι καημοί, κοινοί μας και οι πόνοι
κοινοί κι’οι
αναστεναγμοί κι’αυτό που μας ενώνει!
Νιώθω
ντροπής ταπείνωση, που μας νικούν οι χρόνοι
και βλέπουνε
οι Ουρανοί, τη Γη να μας σκλαβώνει!
Μαγνήτης
είμαι το θωρώ στο θαυμασμό ακόμη
μα’γω αυτόν
το θαυμασμό, τον νιώθω σαν αγχόνη!
Καλό μου
άστα τα πολλά, τα πονεμένα λόγια
στο νου ποτέ
δεν ειν’αργά, μέτρα τ’ανεμολόγια!
Ποτέ καλό
μου μη ξεχνάς, τα λόγια είναι φτώχια
μα τα ελέη
πλούσια στου νου μας τη συμπόνια!
Έλα και πάρε
τα κλειδιά του δόλιου του μυαλού μου
και άνοιξέ
μου τα κελιά του διαλογισμού μου!
και άνοιξέ
μου τα φτερά στη μνήμη τ’ουρανού σου!
Εγώ στην
τρέλα της χαράς και της παραφροσύνης
εσύ
στ’ανέμελα με μιας και στις χαρές της πτήσης
κι’οι δυο
σ’ανάδρομη τροχιά, του έρωτα της λήθης
τα πάντα
βρίσκω φυσικά, έργο της θείας φύσης!
Κράτα τα
γκέμια μου καλά και πες μου αν φοβάσαι
είναι τα
κέφια μου κακά και’συ καλά δεν θα’σαι!
Τα γκάζια
πάντα μαλακά, ίσως δεν το θυμάσαι!
Έχει μεγάλη
διαφορά; Πεσ’ το μου, μη φοβάσαι!
Έχω τα μάτια
μου κλειστά, ερμητικά κλεισμένα
σε όνειρα
φανταστικά, είμαστε τα καημένα!
Καλό μου
πέτα θαρρετά, καλοταξιδεμένα
κι’αν δε
σ’ακούνε τα φτερά, άκου καλά εμένα!
Η πτήση σκέτο
βάλσαμο, όλη της ένα χάδι
μας πήρε
όμως τα μυαλά κι’είναι σχεδόν σκοτάδι!
Ο φόβος λέει
συνεχώς, «η αποχή μεγάλη»
και θα’ναι η
προσγείωση, αλίμονό μας, βράδυ!
Όλα θα
ειν’όπως παλιά, τότε που’μασταν ένα
τάματα έκανα
πολλά γι’αυτήν εδώ τη μέρα!
Όλα θα
είν’όπως παλιά για σένα και για μένα
μια και τα
πάντα στη ζωή, είναι μία ιδέα!
Ενώ ο πόθος
κόπαζε κι’ησύχαζαν τα πάθη
ο κόπος
έπεφτε βαρύς στου στοχαστή το μάτι!
Να βυθιστεί
δεν άργησε στου όνειρου την πλάνη
κι’αρχίζει
να παραμιλά, για μια παλιά αγάπη!
Μα
μ’εφιάλτες ξύπνησε και προς το φάρο ψάχνει
με θολωμένο
το μυαλό και στραγγιγμένο δάκρυ!
Μα η αγάπη
έστεκε, στη θέα αμανάτι
κι’η
αυταπάτη κάλπαζε σαν πληγωμένο άτι!
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω το F-104 του Αγίου Ανδρέα για την
διέγερση του ψυχισμού μου! Όσο για το ζωντάνεμά του, επαφίεμαι στην κρίση του
όποιου μου αναγνώστη.
Με Τιμή
Σπύρος Κίκερης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας