Σπύρου Κίκερη
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ!
«Ταγοί ψηλά στην Ιστορία
Λαοί βαθιά στη Δυστυχία!
Αυτή δεν ειν’αλαζονεία
αυτ’ειν΄Εσχάτη Προδοσία!»
«Το ποίημα δημοσιεύεται με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα ποίησης, που συνέπεσε με την ιστορική επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ ΟΜΠΑΜΑ, μετά από ενενήντα χρόνια, στην ΚΟΥΒΑ (21/3/2016)!
Στη δημοσίευση, συνέβαλε και ο χαρακτηρισμός Καλοδεχούμενος από τον Φίντελ Κάστρο, καθώς η άρνησή του να τον δει, προφανώς, από ντροπή!»
Το ποίημα γράφτηκε στις 18/10/1998, κατά τη διάρκεια της πτήσης επιστροφής μου από την Κούβα!
Το τι είδα και βίωσα στη Χώρα αυτή, με λόγια δεν περιγράφεται, όσο η πένα σου κι’αν είναι καλή!
Τέσσερα (4)$ δολάρια μηνιαίος μισθός γιατρού! Ανεργία 90% plus! Τα σπίτια, λες και ήταν μετά από ανηλεή βομβαρδισμό, ελάχιστα διέθεταν πόρτες και παράθυρα!
Τα ξενοδοχεία εξαίσια, θεσπέσια, παραδείσια, μοναδικά σε παγκόσμιο επίπεδο!
Η επαιτεία, η πενία και η πορνεία σε μόνιμο οργασμό και οι απαγορεύσεις «μαϊμού» σε πλήρη διάταξη!
Ξεναγοί και ασφαλίτες, πλύση εγκεφάλου, με στόμφο και έμφαση ξεχωριστή: «Ιδιαίτερη προσοχή! Ιδιαίτερη προσοχή, απαγορεύεται αυστηρά, κουβανέζα να εισέλθει στο ξενοδοχείο (Cohiba!)
Ο χώρος, πέριξ του Ξενοδοχείου κι’ο κόσμος τη μέρα, σαν σε μόνιμη διαδήλωση, με πραμάτεια κάθε είδους, κυρίως επαίτες και «εταίρες!»
Το βράδυ, στο σκοτάδι, ακριβώς πλάι, (φαίνεται στο αριστερό της φωτογραφίας του ξενοδοχείου) περίτεχνος Ναός (CLUB) ελευθερίων ηθών και ειδών! Ζωντανή ορχήστρα, απίθανοι φωτισμοί και «Φιλήδονες αγοραίες Ιέρειες», σπάνιας ομορφιάς και ελκυστικότητας!
Η διαδικασία απλή, απλούστατη, η «κυκλωματική» εμπειρία τεράστια! Ένα νεύμα αρκούσε και όλα μια χαρά, αρκεί τα «λύτρα» να ήταν ικανά! Τούμπες οι «Ιούδες», τούμπες, οι «Ιέρειες!» Μόνο που εδώ πουλούσαν ακριβά το «Χριστό» απαιτώντας το «λυτρωτικό οβολό» σε καθαρό χρυσό!
Και μόνον ο αριθμός του δωματίου ήταν αρκετός! Τα «λύτρα» γύρω στα 80 με 100$ δολάρια για τους εγκάθετους, καθεστωτικούς «αλήτες» του ξενοδοχείου δηλαδή τους ασφαλίτες και περίπου άλλα τόσα και λίγο παραπάνω για το κάθε κορίτσι!
Παράπονο κανένα, παράπονο κανείς, ζωή παραδεισένια να ζεις ή να μη ζεις! Και έτσι ζούσαν αυτοί «καλά» και ο Ηγέτης τους, σαν άλλος «Δίας» κι’όχι «Πενίας» ακόμα καλύτερα, παρά του ότι «επαναστάτης, λαοκράτης, σοσιαλιστής και ισόβιος, των τυχών του λαού, διαχειριστής!
Μια μέρα θέλησα να πάω στο κέντρο της πόλης, κατέβηκα, περίμενα ταξί, τελικά πήρα ένα πειρατικό σεβρολέτ, μοντέλο τρέχα γύρευε! Οδηγός ένας νέος 20 – 22 ετών! Στα 400 μέτρα μετά το ξεκίνημα, σταμάτησε, κατέβηκε, πήγε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κάτι έκανε και επανήλθε! Το ίδιο επαναλήφθηκε αρκετές φορές, την τρίτη φορά κατέβηκα, από περιέργεια, να δω τι έκανε!
Έκπληκτος τον είδα να παίρνει ένα κλειδί για μπουλόνια και να σφίγγει τα υπάρχοντα δύο μπουλόνια στον κάθε πίσω τροχό! Δεν του είπα τίποτα, απλά πρόσθεσα μια ακόμα αρνητική μονάδα στη μελαγχολία και τον οίκτο μου!
Μια μέρα μας πήγαν ομαδικά σε ένα εργαστήριο επεξεργασίας πούρων. κατσουφιασμένα κοριτσόπουλα καθισμένα σε ειδικούς πάγκους ανά έξι σε κάθε σειρά, επεξεργάζονταν με τα νεανικά τους χεράκια τα καπνά! Ένας θηριώδης επιστάτης όρθιος προς το τέλος των πάγκων, βλοσυρός με τα χέρια στη μέση επέβλεπε!
Καθώς πηγαίναμε από μπρος προς τα πίσω κοιτάζοντας, εκείνες άπλωναν με προσοχή τα χεράκια τους σε θέση επαιτείας! Στη τρίτη σειρά γύρισα αίφνης και βγήκα έξω!
Ήταν απόγευμα, είδα δυο παιδάκια με τη μητέρα τους, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα των 5 $, τους το έδωσα! Τέτοιες σκηνές χαράς δεν είχα ξαναβιώσει! Έστρεψα αντίθετα το πρόσωπό μου κι’απομακρύνθηκα βιαστικά, μπαίνοντας μέσα στο άδειο λεωφορείο, που περίμενε!
Κάποια μέρα πήγαμε στο Βαραντέρο, μια απίθανη τοποθεσία και πιο απίθανα κορίτσια, με περισσή Ελευθερία, λες και ήταν άλλο το καθεστώς εκεί!
Εδώ ο αδελφός μου έχασε απολύτως την ακοή του! Ζητήσαμε γιατρό, μας πήγαν απέναντι από το ξενοδοχείο, σε μια απαίσια φυσιογνωμικά κυρία! Του έκανε πλύσεις η ακοή αποκαταστάθηκε! Τη ρώτησα ευγενικά και διστακτικά, τί οφείλουμε, μου είπε 50 δολάρια! Ήταν οι μισθοί ενός έτους, σ’ένα απολυταρχικό καθεστώς, που «τα πάντα τελούν υπό αυστηρό έλεγχο!» Ευτυχώς ο αδελφός μου δε έχασε ξανά την ακοή του!
Γυρίσαμε με ταξί στην Αβάνα, δυόμιση ώρες διαδρομή! Στο δρόμο ρώτησα τον οδηγό, να μου πει δυο λόγια για τον Φίντελ, εκείνος ανασκίρτησε χαμογελώντας αμήχανα!
Δεν πρόκειται να γράψω βιβλίο, τελειώνω σ’ένα λεπτό, ναι εκείνος ο Άνακτας, απόλυτος Άρχων και «Χάρων» ζούσε σ’ένα παραδεισένιο παλάτι στην Αβάνα! Όταν το είδα τα πήρα! Είμαι και παρορμητικός, μονολόγησα «πανάθεμάσε!» Όμως θαρρώ πως βιάστηκα να κακολογήσω το προφανές «μέρισμά» του από τον ξενοδοχειακό σκοτεινό «οβολό!» Άρχων και Χάρων γαρ απόλυτος και στα δυο! Τί διάβολο, στους «τεθνεώτας» δεν θα σκέπαζε τα μάτια, για το πέρασμα, σαν τελευταία καλή του πράξη;
Το παίρνω πίσω μα τω Θεώ! Μα στην προτέρα μου άποψη ξαναγύρισα, για τον οβολό, σαν την άλλη μέρα, πλάι στη θάλασσα, είδα του ΤΣΕ ΚΕ ΒΑΡΑ το φτωχικό, σαν όλα τ’άλλα, σε μαύρο χάλι, απ’το κακό!
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ
Εκεί, εγώ, τί ήθελα; Κακό μπελά, εγύρευα;
Καλύτερα, Θεούλη μου, στην κόλαση να πήγαινα!
Τα πάντα γύρω δύστυχα ,φτωχά, γυμνά, περίλυπα
τα μέσα μου ανήσυχα, πλημμύρα και παλίρροια!
Μια μέρα, δίχως σήμερα, αισθήματα, ανήμερα
με σπρώχνουν, Θέ μου, βίαια, στου στοχασμού, τη θύελλα!
Πορνεία, φτώχεια, σύνδρομα, κι’η λύπη δίχως σύνορα
σε καθεστώτα δύστροπα, απόλυτα κι’ ασύστολα!
Μη μου μιλάτε σήμερα, που κλαίνε τα αισθήματα
μεγάλα τα χτυπήματα, στου στοχασμού τα κύματα!
Τα άνομα, στα σύννομα, για πλάσματα φιλήδονα
αυτά ανυποψίαστα και’συ να νιώθεις μίασμα!
Τριάκοντα αργύρια, πολύ βαρύ το τίμημα
μονάχα για το φίλημα, ξεχωριστά το «πήδημα!»
Από το πρώτο φίλημα, «Ιούδα» σε θυμήθηκα
το Sex αποποιήθηκα και ούτε που κοιμήθηκα!
Εσένα, ναι σκεφτόμουνα, με τα βαριά οράματα
που μίλαγες για θαύματα και για μεγάλα τάματα!
Και μπέρδεψες στο διάβα σου, οράματα και θαύματα
με του Λαού τα βάσανα και με τα μεροκάματα!
Εσένα, μέγα Άνακτα που ζεις στα παροράματα !
Εσένα πρωτομάστορα, δυνάστη μα και πάτρωνα
του τέλματος δικτάτορα πατέρα, παντοκράτορα!
που βλέπεις τα χαλάσματα, από χρυσά Ανάκτορα!
Και καρτεράς τον χάροντα ντυμένος στα προσάβανα
να σε λυτρώσει, δράκουλα, απ’του Λαού τα βάσανα !
Για να σε κάνει άγαλμα επάνω στα χαλάσματα
και στοιχειωμένο φάντασμα, πνιγμένο στα διδάγματα!
Αλλάζουν τα οράματα! Τ’ακούς, μεγάλε, άνακτα;
Αλλάζουν ακατάπαυστα, σαν είναι παροράματα!
Αλλάζουν τα οράματα, στον Άγιο πανδαμάτορα
Βαφτίζοντας καθάρματα, ινδάλματα κι’αγάλματα
Αλλάζουν τα οράματα τ’ακούς στυγνέ Δικτάτορα
γιατ’ειν’η Μοίρα τους κοινή μ’αυτή του Πρωτομάστορα!
Αλλάζουν τα οράματα, σαν τ’αστρα τα διάττοντα
και «Μάννα» απ’τα ουράνια, για νέα και για άφθαρτα!
Αγάντα εψιθύρισα κι’ευθύς αναρωτήθηκα
Αβάνα, Κούβα σήμερα, εκεί εγώ τι ήθελα;
Στις σκέψεις μου αγρίευα! Στις θύμησες αφήνιαζα!
Αγάντα εψιθύρισα, καθώς πίσω εγύριζα!
Τα μάτια μου τα έκλεισα, θαρρώ αποκοιμήθηκα
μα αίφνης κάπου ξύπνησα και με την πένα μίλησα!
Του πόνου μου τ’αντίκρισμα, έγραψα σ’ένα ποίημα
Ελλάδα, ξαναγύρισα, σ’αγκάλιασα, σε φίλησα!
Για σένα ανησύχησα, για σένα και φοβήθηκα
για σένα προσευχήθηκα για σένα και ευχήθηκα!
Κι’ύστερα με τους Έλληνες, λιγάκι ασχολήθηκα
κι’ομολογώ Ελλάδα μου, κάπου τρομοκρατήθηκα!
Με Τιμή
Σπύρος Κίκερης
Πολυ ωραιο ποιημα !
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναγλυφο κ διαπεραστικο !
Thanks Tasos
Διαγραφή