Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ ΑΝΘΥΠΟΣΜΗΝΑΓΩΝ 97ης ΣΕΙΡΑΣ ΙΚΑΡΩΝ!

 

ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ ΑΝΘΥΠΟΣΜΗΝΑΓΩΝ 97ης  ΣΕΙΡΑΣ ΙΚΑΡΩΝ!

8/7/2025/10:00!


Έπρεπε να πάμε, οφείλαμε να πάμε ν'αφήσουμ' ένα δάκρυ

εκεί που το χρωστάμε!


Σ’αυτούς που ήταν πλάι μας και πρόωρα χαθήκανε, σ’αϊτούς

π’αναληφθήκανε και Αρχάγγελοποιηθήκανε!


Έπρεπε να πάμε, να δούμε, να χαρούμε, να ξαναθυμηθούμε

και ας συγκινηθούμε!

 

Έπρεπε να πάμε μπορούμε, δε μπορούμε, τα δεν να υπερβούμε

και να αναθαρρούμε!

 

Έπρεπε να πάμε στον καύσωνα ν’αντισταθούμε, να αναμετρηθούμε

Ψηλά και να σταθούμε!


Όφειλα να πάω, εκεί να προσκυνήσω, τα μάτια μου να κλείσω

τα δάκρυα να κρύψω, πίσω απ’τα γυαλιά μου και τα αισθήματά μου

τα ευαισθητικά μου και υπερβατικά μου!


Με θρησκευτική κατάνυξη παρακολούθησα όλο το διαδικαστικό

Κι’άφησα τη σκέψη μου να φύγει, να πάει στο ποθητό! 


Και ήταν σα να μην άλλαξε «τίποτα», «τίποτα» ουσιαστικό

 κι’ήταν σα να μην άλλαξε ούτε το παραμικρό!

 

    Οι ίδιες εικόνες οι ίδιες σκηνές γυρνούσαν στο μυαλό μου σαν τρελές

εμένα στροβιλίζοντας, σε παραζάλης τις στροφές!

 

Κι’ας ήταν κάποιες άνισες, κατά βάση στους Θεατές, στις εύκολες προσβάσεις τους και  σύγχρονες δομές, αφόρητες συγκριτικά και συγκινητικές!

 

Για μας δυο χούφτες άνθρωποι στη Βόρεια πλευρά, εκεί με δίχως σκέπαστρο και ρούχα ταπεινά, που πίσω αφήσανε δουλειές και

Χρέη τους πολλά!

 

Κι’εκεί στην ώρα της Αιχμής πήγα να υψώσω τη δεξιά μου ξανά να ορκιστώ, όμως ο υπέρ ακάνθιος μου ευτυχώς, μου ψιθύρισε στη σιωπή, μη καλέ μου Αφέντη, μη γιατί πονώ και ψηλά δε μπορώ να σταθώ!

Ακολούθησα την πομπή με λιτή περιβολή και τη μελαγχολία σαν αφηρημένη ζωγραφιά πνιγμένη με μια ανάκατη χαρά!

Απ’την πλούσια  σε εδέσματα Γιορτή, ήπια δυο γουλιές νερό,  μπας κι’ο κόμπος πάψει να  μου σφίγγει το λαιμό!

Χαιρέτισα κάποιους Συναδέλφους που πραγματικά εκτιμώ και μπλέχτηκα μέσα στο γεμάτο συγκινήσεις κοινό των ορκισθέντων Ανθυποσμηναγών – Νεογνών -! 

Έσφιξα εγκάρδια τα χέρια κάποιων εξ’αυτών των Νεοσσών Αετών, ευχόμενος Τύχη τους Καλή! Είδα ότι όλοι με κοίταζαν παράξενα, τους καθησύχασα λεκτικά:


--«Παλιός σας Συνάδελφος, Παλιός σας Συνάδελφος!» 

– «Ιπτάμενος, Ιπτάμενος; Τί Σειρά, τί σειρά;»

- «41η Παιδιά, 41η Παιδιά!»

Κι’εκείνοι μ’ένα στόμα:

-«Για Σκεφτείτε και ’μεις 97η και ’μεις 97η!

 

Πήρα των ομματιών μου, έχοντας προ των οφθαλμών μου τη Μάνα μου, τη μόνη ύπαρξη που είχε παραστεί στη δική μου ορκωμοσία!

Και ήταν θυμάμαι κι’ήταν θυμάμαι η 17η /9/1968 , ημέρα Τρίτη, τρίτη και Πάλι!

«Πάμε Μάνα» είπα, «πάμε», μέσα μου νιώθοντας μια άγρια Πάλη! «Πάμε Μάνα πάμε, τώρα έχω αυτοκίνητο, δεν θα πάμε με το Λεωφορείο!»


  Η Ζέστη αφόρητη, η συγκίνηση αχώρητη, κι’η παρανόηση ασυγχώρητη!

-         «Να πάμε πού παιδί μου; Να πάμε Πού;  Ακόμα δεν κατάλαβες ότι δεν είμαι εδώ κι’είμαι αλλού;»


-         «Όχι Μάνα, όχι, προχθές στις τέσσερις (4) του Ιούλη έκλεισα τα 79 και μπήκα στα 80, συγχώρα με Μάνα, συγχώρα με, ίσως από δω και πέρα να πιστεύω και’γω απολύτως στην Ανάσταση, έστω σαν Ανάπλαση, έστω σαν Ανάπλαση, υπέρβασης Ανάπλαση και κάπου Αναπαράσταση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας